
Γονείς, τί λόγο θά δώσετε;
«Διδάσκαλε, ήνεγκα τόν υιον μου πρός σέ, εχοντα πνεύμα αλαλον. καί
όπου άν αύτόν καταλάβη, ρήσσει αυτόν, καί αφρίζει καί τρίζει τούς όδόντας
αύτού, καί ξηραίνεται» (Μάρκ. 9,17-18)
Υπαρχουν, αγαπητοί
μου, άνθρωποι πού
έχουν κατοικία,
περιουσία, τιμές, αξιώματα, καί παρ' όλα αύτά δέν είνε ευτυχισμένοι. Καί δέν είνε ευτυχισμένοι, γιατί μοιάζουν πολύ
μέ τόν δυστυχισμένο πατέρα τού νέου
πού θεράπευσε ό Χριστός στό
σημερινό εύαγγέλιο. Αλλ' άς δούμε μέ συντομία τό δυστύχημα αύτού τού πατέρα, γιά νά δούμε καί ανάλογα παθήματα
τών ανθρώπων γενικά.
***
'Ο άνθρωπος αυτός είχε ένα παιδί. Αλλά τό παιδί νωρίς τό κατέλαβε φοβερό δαιμόνιο. Τό πονηρό πνεϋμα είχε
άποβή ό φοβερός τύραννος τού δυστυχισμένου πλάσματος. Τού έδενε τή γλώσσα καί τό ταλαίπωρο
δέν μπορούσε καθόλου νά μιλήση. Τού δέσμευε τήν ακοή, τού έφραζε τ'
αυτιά, δέν τ' άφηνε ν' άκούση πιά ούτε μιά λέξι άπό τό στόμα τής μάνας του, τού πατέρα
του, τών συγγενών του. Τό παιδί είχε γίνει άλαλο καί κουφό (Μάρκ. 925).
Αλλά καί άλλα μαρτύρια έκανε στό παιδί τό δαιμόνιο. Τό έρριχνε
στό ποτάμι μέ σκοπό νά τό πνίξη, τά έρριχνε καί στή φωτιά Θέλοντας νά τό κάψη. Τό πονηρό πνεύμα
μετέβαλλε τό παιδί σέ ένα θηρίο.
Τήν ώρα πού πάθαινε τήν κρίσι κυλιόταν χάμω, έτριζε τά δόντια του, έβγαζε αφρούς άπό τό
στόμα• ξερό καί αναίσθητο γινόταν πολλές φορές (έ α, 9,18).
Δυστυχισμένο ένα
τέτοιο παιδί, μά πολύ πιό δυστυχισμένος ό γονιός του. Γιατί ή αρρώστια τού παιδιού είνε
δεινή συμφορά γιά τόν πατέρα πού τό γέννησε καί τό πονάει. Φανταστήτε τόν δυστυχισμένο πατέρα νά
βλέπη τό σπλάχνο του νά σπαράζη
κάτω άπ' τά νύχια τού διαβόλου όπως
σπαρταράει τό ψάρι στό αγκίστρι τού ψαρά.
***
Κι άφοϋ είδαμε τήν σπαραξικάρδια κατάστασι τού παιδιού τού ευαγγελίου, άς
δούμε τώρα κάτι άλλο• μήπως υπάρχουν καί σήμερα τέτοια παιδιά, πού μέ τή συμπεριφορά
τους είνε μιά συμφορά γιά τούς γονεις;
Είνε αλήθεια ότι
πολλούς πόνους δοκιμάζουν ώ γονεις• μά έκεϊνο πού είνε αβάσταχτο καί κάνει τήν καρδιά
τού πατέρα καί τής μάνας νά σπαράζη, είνε νά βλέπουν τό γυιό ή τήν κόρη τους νά παίρνουν τό δρόμο τόν κακό. Αχ, πόσο τά παιδιά αυτά
μοιάζουν μέ τό δαιμονισμένο παιδί τού σημερινού ευαγγελίου!
Κουφό ήταν τό δαιμονισμένο παιδί, κουφά είνε καί τά
σημερινά παιδιά• όχι γιατί έχουν βλαμμένα τ' αύτιά τους καί δέν άκοϋνε, άλλά γιατί έπαψαν πιά
νά υπακούουν στούς γονεις. Μάταια παρακαλούν, φωνάζουν καί κλαϊνε ή μάνα κι ό
πατέρας, μάταια συμβουλεύει κι ό δάσκαλος. Αύτά δέν άκοϋνε. Λές καί κάποιος έφραξε μέ
βουλοκέρι τά αυτιά τους. Πώς λοιπόν δέν μοιάζουν
μέ τό παιδί πού είχε κουφάνει τό δαιμόνιο;
ι/ Αλλά τό δαιμόνιο
είχε κάνει τό παιδί καί άλαλο. Πόσα παιδιά καί σήμερα
δέν είνε άλαλα! -'Αλαλα; τί άλαλα; θά πήτε, έδώ
αυτά μιλάνε
όλη μέρα καί φλυαρούν ακατάσχετα... Ναί, όλα τά λέει ή γλώσσα τους• καί βλαστήμιες,
καί αισχρολογίες, καί βρισιές• άλλά στό Θεό δέν μιλάνε, προσευχή ή γλώσσα τους δέν ξέρει νά πει ένα καλό
λόγο δέν άκοϋς άπό τό στόμα τους. Λοιπόν δέν
είνε άλαλα;
Τό παιδί τού ευαγγελίου είδαμε ότι «αφρίζει καί τρίζει τούς όδόντας αύτού, καί ξηραίνεται»(Μάρκ.9,18). Μά μήπως τήν ίδια εικόνα δέν παρουσιάζουν καί σήμερα πολλά παιδιά; "Εχουν πεϊσμα δαιμονικό καί έπιμονή. Θέλημα τών γονέων ποτέ δέν κάνουν. 'Αν
καμμιά φορά Θελήσουν ή ή μάνα νά τούς κάνη
μιά παρατήρησι ή ό πατέρας νά τά
τιμωρήση, τότε αυτά γίνονται θηρία•
αφρίζουν άπό τό πείσμα τους, πέφτουν κάτω
καί χτυπιώνται άπ' τό κακό τους, κυλιώνται χάμω άπ' τή μανία τους, σπάζουν πιάτα καί καρέκλες,
σηκώνουν χέρι, πιάνουν καί ξύλο νά χτυπήσουν τούς μεγάλους.
Καί πάλι έρωτώ• μοιάζουν ή δέν μοιάζουν
τότε μέ τό δαιμονισμένο παιδί;
Αλλά καί κάτι άλλο έκανε
τό παιδί τού εϋαγγελίου, πού τό μιμούνται σήμερα τά παιδιά μας· τό δαιμόνιο τό έρριχνε πότε στό ποτάμι καί πότε στή φωτιά. Τό ίδιο λοιπόν παθαίνει καί σήμερα ή νεολαία. 'Υπάρχουν τόποι πού είνε χειρότεροι
άπό ένα ποτάμι κι άπό ένα καμίνι. Ποτάμι πού παρασύρει καί πνίγει είνε τό ρεϋμα τής μόδας καί τής ξενομανίας, μέ τά Θεάματα καί
τή μουσική καί τά φαρμακερά ποτά•
καμίνι πού τσουρουφλίζει καί καίει είνε τά κέντρα πού συχνάζουν οί νέοι καί τά κακόφημα κι ακατονόμαστα σπίτια όπου άκολασταίνουν. "Ε, δέν είνε
προτιμότερο νά πνιγεί ή νά καει ένας νέος,
παρά νά πέση μέσα έκεϊ;... Τί κάνει ή
φωτιά στά φυτά καί τά δέντρα•
καίει τά φύλλα καί τά κλαδιά, τ' αφήνει ξερά κούτσουρα πού τά βλέπεις καί λυπάται ή ψυχή σου. Τό ίδιο κάνει καί ή αμαρτία καί Ιδίως τό δαιμόνιο τής σαρκός στούς
νέους καί τά παιδιά μας•
τούς άφαιρεϊ τή δροσιά τής άγνότητος,
καίει τά μπουμπούκια τής ζωής, μαραίνει τά άνθη τής νεότητος, γυρίζουν στό σπίτι παραμορφωμένα όντα, έλεεινά
κούτσουρα. Πόσα τέτοια
παιδιά υπάρχουν, πού έχουν γίνει ή κόλασι
τών σπιτιών!
***
Αλλά ποιός φταίει άραγε γιά νά καταντήσουν τά παιδιά σ' αύτό τό χάλι;
Φταίει ή κοινωνία; φταίει τό
σχολείο; φταϊνε οί μεγαλύτεροι;
Πολλά φταίνε ώστε τά παιδιά μας νά γίνωνται δαιμονισμένα, κυρίως όμως φταίνε οί γονεις• αύτό βγαίνει άπό τό σημερινό ευαγγέλιο. "Οταν ό δυστυχισμένος
πατέρας έφερε τό παιδί στό Χριστό καί
τόν παρακαλούσε νά τό κάνη καλά, ό Κύριος τόν
ρώτησε• -Από πότε υποφέρει τό παιδί; -Παιδιόθεν»
(ύ ε 9,21), απήντησε
ό πατέρας, δηλαδή άπό τή μικρή του ήλικία. Μέ τό όλο λοιπόν αύτό περιστατικό είνε σάν ό Χριστός νά έλεγε•
Ταλαίπωρε πατέρα, άφησες τό κακό νά
ριζώση μέσα στό παιδί, άφησες τό σατανά ν'
άποκτήση δικαιώματα πάνω του, καί τώρα
έρχεσαι ζητώντας τή θεραπεία;
Θά 'πρεπε άπό τότε νά ένδιαφερθής...
Από τή στιχομυθία αυτή
καταλαβαίνουμε ότι οί γονεις φέρουν τή μεγαλύτερη ευθύνη γιά τά παιδιά. Γι' αύτό πρέπει άπό
τή μικρή ήλικία νά συνηθίζουν τό
παιδί τους στό καλό Οπως φροντίζουν νά
θρέψουν τά σώματα, πρέπει νά φροντίζουν νά Θρέψουν καί τίς ψυχές τών
μικρών. Διότι καί ή ψυχή, όπως τό σώμα, Θέλει
τροφή, τροφή πνευματική. Πόσοι όμως άπό
τούς γονείς φροντίζουν γι' αύτό; Νά•
·
Είνε μεσημέρι καί
ή οίκογένεια κάθεται στό τραπέζι. Ποιός πατέρας λέει τότε
«Παιδιά, πρίν αρχίσουμε τό φαγητό σηκωθήτε νά κάνουμε τήν προσευχή μας• καί στό τέλος πάλι νά
ευχαριστήσουμε τόν Κύριο γιά τ' αγαθά πού μάς έδωσε»; Κάθονται τρώνε, καί μετά σηκώνονται καί φεύγουν βουβοί, όπως
τά άλογα ζώα.
·
Βραδιάζει. Ποιός
πατέρας λέει «Παιδιά, Προτού νά πέσουμε
γιά ϋπνο άς γονατίσουμε νά νά πούμε
προσευχή, νά μάς άκούση ό Θεός».
·
Ξημέρωσε Κυριακή. Ποιά μάνα Θά πω στά παιδιά της έκεϊνο τόν ώραϊο στίχο τού ποιητοϋ
«"Ε, παιδιά, καιρός, ξυπνάτε, ειναι Κυριακή, ή καμπάνα μάς φωνάζει, τήν
άκούτ' έκεϊ;»;
('Ηλίας Τανταλίδης, 'Η Κυριακή, Άναγνωστικό Γ Δημοτικού,
έκδ. Καλοκάθη,
Αθηναι 1966,0. 61),
·
Ποιός
πατέρας πάλι τήν Κυριακή, αντί νά πάη στό καφενεϊο, Θά γυρίση στό σπίτι, Θά πάρη τό Ευαγγέλιο ή άλλο Θρησκευτικό βιβλίο καί Θά καθήσουν νά διαβάσουν μαζί όχι πολύ, μιά σελίδα, καί μετά θά πει δυό λόγια;
Κάθε σπίτι Θά 'πρεπε νά
'νε μιά όμορφη «κατ' οίκον εκκλησία» (Α' Κορ, 16,19, Κολ. 4,15.
Φιλήμ. 2) τού Χριστού μας• καί τώρα
τί είνε; ένας σταϋλος ζώων. 'Εδώ βλαστημάει ό μεθυσμένος
πατέρας, έκεϊ καταριέται
έξαλλη ή μάνα, τά παιδιά βρίζονται καί χτυπιώνται...• σ' αυτούς δέν βασιλεύει ό Χριστός, εξουσιάζει ό διάβολος.
Γι' αύτό τά παιδιά δέν
μαζεύονται μέσα, άλλά γυρίζουν έξω σάν τά αδέσποτα σκυλιά. Κανένα δέν άκοϋνε, κανένα δέν
σέβονται, κανένα δέν φοβούνται.
***
'Ω γονείς, τρέμω όταν
σκέπτωμαι τί λόγο φοβερό θά δώσετε τήν
ήμέρα τής Κρίσεως! 'Εσύ, πατέρα, ξέρεις τί
κάνεις μέ τά λόγια σου, μέ τά έργα σου, μέ τήν όλη διαγωγή σου; φονεύεις τό παιδί σου! 'Ο
Θεός σοϋ έδωσε τό παιδί νά τό κάνης ένα αγγελούδι,
ένα άγαλμα πού θά στολίση τή
βασιλεία τών ουρανών• κ' σύ
τό έκανες ένα δαιμονισμένο πλάσμα. 'Εκεί πού θά πάη τό παιδί, έκεϊ Θά πάς κ' έσύ. Γιατί έσύ
τό ώδήγησες στήν κόλασι!
Αδελφοί μου, άς
φροντίσουμε όλοι, μικροί καί
μεγάλοι, νά ζήσουμε κοντά στό Χριστό
μας, γιά νά έχουμε τήν ευλογία του
εις αίώνας αίώνων.
(+) επίσκοπος Αυγουστϊνος
|
Prindër çfarë justifikimi do
të jepni?
" Mesues, prura tek
ti tim bir qe ka fryme te pagoje. Edhe kudo ta zere, e hedh poshte dhe shkumezon, e kercellin dhembet e tij, dhe thahet." (Marku 9, 17-18)
Ekzistojnë të dashurit e mi, njerëz që kanë shtëpi, pasuri, nderime, grada dhe megjithatë nuk janë të lumtur. Nuk janë të lumtur sepse ngjajnë më tepër me atin e dëshpëruar të të riut që shëroi Krishti në ungjillin e sotëm. Por le të shohim shkurtimisht
me fatkeqësinë e këtij babai që të shohim respektivisht
sipas rastit dhe pësimet e njerëzve në përgjithësi.
***
Ky njeri kishte
një fëmijë. Por, këtë fëmijë shumë shpejt e kapi një demon i tmerrshëm. Fryma e keqe ishte
kthyer në një tiran të tmerrshëm të kësaj krijese të mjerë. I lidhte gjuhën dhe i gjori nuk mundej të fliste aspak. I zotëronte dëgjimin, i bllokonte veshët, dhe nuk e linte që të dëgjonte as edhe një fjalë nga goja e nënës së tij, të atit të tij, të të afërmëve të tij. Fëmija ishte bërë shurdhmemec (Marku 9,25).
Por,
demoni i bëri dhe shumë tortura të tjera kësaj fëmije. E hidhte në lumë me qëllim që ta mbytë, e hidhte në zjarr duke dashur që ta djegë. Gjatë çastit që pësonte krizën, zhgrryhej poshtë, kërciste dhëmbët, nxirrte shkumë nga goja, herë-herë mbetej pa ndjenja dhe
i thatë.
I mjerë një fëmijë i tillë, por shumë më i mjerë prindi i tij. Sepse sëmundja e fëmijës është një e keqe e madhe për atin që e lindi dhe shkakëton shumë dhimbje. Imagjinoni të mjerin baba që të shikojë shpirtin e tij që të përpëlitet nën thonjtë e djallit ashtu siç përpëlitet peshku në grepin e peshkatarit.
****
Pasi pamë me thyerrje zemre gjendjen e kësaj fëmije të ungjillit, le të shohim tani dhe diçka tjetër. Mos ndoshta ka dhe sot fëmijë të tillë, që me sjelljen e tyre janë një e keqe për prindërit?
Është e vërtetë se shumë lloje dhimbjesh provojnë prindërit, por ajo që është e padurueshme dhe që bën zemrën e babait dhe mamasë që të përpëlitet, është të shikojnë djalin apo vajzën e tyre që të marrin rrugën e keqe. Ah, se sa shumë këta fëmijë ngjajnë me fëmijën e demonizuar të këtij ungjilli!
ü I shurdh ishte fëmija i demonizuar, të shurdhët janë dhe fëmijët e sotëm, jo sepse kanë veshët e tyre të sëmura dhe nuk dëgjojnë, por sepse ndaluan tashmë së dëgjuari prindërit. Kot iu luten, thërresin dhe qajnë e ëma dhe i ati, kot i këshillon dhe mësuesi ata nuk dëgjojnë. Është sikur dikush ja u ka vulosur me dyllë veshët. Si pra, nuk ngjajnë me fëmijën që ka shurdhuar demoni?
ü Demoni e kishte bërë fëmijën memec. Sa fëmijë sot janë memecë! - Si memecë? Do të thoni, këtu ata flasin dhe nuk ndalojnë gjithë ditën... Po, të gjitha i thotë gjuha jonë, blasfemitë, fjalët e ndyra, fyerjet por tek Zoti nuk flasin, lutje gjuha
e tyre nuk njeh, nuk dëgjon as edhe një fjalë të mirë nga goja e tyre. Hë, pra nuk janë memecë?
ü Fëmija e Ungjillit dëgjuam se "shkumëzohet dhe krëcëllen dhëmbët e tij, dhe thahet" (Marku 9,18). Por, mos vallë nuk paraqesin të njejtin imazh dhe sot shumë fëmijë? Kanë kokëfortësi demoniake dhe këmbëngulje. Dëshirën e prindërve kurrë nuk e dëgjojnë. Nëse ndonjëherë do të dojë ose mamaja t'iu bëjë ndonjë vërejtje ose i ati që t'i dënojë, atëhere ata bëhen përbindësha, nxjerrin shkumë nga kokëfortësia e tyre, shtrihen dhe përpalsin duar e këmbë nga mania e tyre, thyejnë piata apo karrige,
ngrejnë dorë, kapin drurin që të godasin të mëdhenjtë. Sërish po ju pyes: Ngjasojnë këta fëmijë apo nuk ngjasojnë me fëmijën e demonizuar?
ü Por, fëmija e ungjillit, bënte dhe diçka tjetër, që e imitojnë fëmijët tanë të sotëm. Demoni herë e hidhte në lumë dhe herë në zjarr. Të njejtën gjë pëson dhe sot rinia. Ekzistojnë vende që janë më keq se lumi dhe se zjarri. Lumi që i merr dhe i mbyt është moda dhe ksenomania, me pamjet dhe muzikën dhe pijet helmuese. Zjarr që përvëlon dhe djeg janë dhe kafenetë ku shkojnë të rinjtë, shtëpitë famëkeqe dhe të pështira ku mëkatojnë. Hë, pra nuk është më mirë që të mbytet ose të digjet një i ri, se sa të bjerë atje brenda? ... Çfarë ju bën zjarri bimëve dhe pemëve? Djeg fletët dhe degët, le kërcunj të thatë që i shikon dhe të dhemb shpirti. Të njejtën gjë bën dhe mëkati dhe në veçanti demoni i trupit tek të rinjtë dhe fëmijët tanë, ju heq freskinë e pastërtisë, djeg gonxhet e jetës, kthehen në shtëpi si krijesa të shndërruara, si kërcunj të mjerë. Sa fëmijë të tillë ka, që janë kthyer në ferrin e shtëpisë së tyre.
****
Kush e ka fajin
vallë që katandisen kështu fëmijët në këtë gjendje? E ka fajin shoqëria? E ka fajin shkolla? E kanë fajin të rriturit? Shumë gjëra e kanë fajin që fëmijët tonë të bëhen të demonizuar por, kryesisht e kanë fajin prindërit. Kjo del dhe nga ungjilli i sotëm. Kur i ati i mjerë e solli fëmijën tek Krishti dhe i
lutet që ta bëjë mirë, Zoti e pyeti: - Që kur vuan fëmija? - Që në fëmijëri? - u përgjigj i ati, dmth që në moshë të vogël. Me gjithë këtë ndodhi është sikur Krishti të thoshte: - Mjerë ti baba, që e le të keqen të zinte rrënjë brenda fëmijës, le satanain që të ketë të drejta mbi të, dhe tani vjen duke kërkuar terapi? Do të duhej që atëhere të ishe interesuar....
Nga ky dialog
kutpojmë se prindërit kanë përgjegjësinë më të madhe për fëmijët. Për këtë arsye që në moshë të vogël ta mësojnë fëmijën në gjërat e mira. Ashtu siç kujdesen që t'iu ushqejnë trupat, duhet të kujdesen që të ushqejnë dhe shpirtrat e të vegjëlve. Sepse dhe shpirti, ashtu si trupi, do ushqim, ushqim shpirtëror. Por, sa nga prindërit kanë kujdes pë këto?
Ja:
ü Është drekë dhe familja ulet në tavolinë. Cili baba thotë : "Fëmijë, para se të fillojmë ushqimin ngrihuni që të bëjmë lutjen. Po ashtu dhe në fund të falenderojmë Zotin për të mirat që na dha"? Ulen hanë dhe më pas ngrihen ikin të heshtur, ashtu si kafshët e pallogjikshme.
ü Errësohet. Cili baba thotë: "Fëmjë, para se të biem për gjumë të gjunjëzohemi dhe të themi lutjen të na dëgjojë Zoti".
ü U gdhi e Dielë. Cila nënë do t'iu thotë fëmijëve të saj atë varg të bukur të poetit. " Ej fëmijë, koha për t'u zgjuar, është e dielë, këmbana po na thërre, e dëgjoni atje?"
ü Sërish të dielë, cili baba në vend që të shkojë në kafene do të kthehet në shtëpi, do të marrë Ungjillin ose ndonjë libër tjetër fetar dhe do të ulen të gjithë së bashku të lexojnë, jo shumë, vetëm një faqe, dhe pastaj të thotë dy fjalë?
Çdo shtëpi do të duhej që të jetë një "kishë në shtëpi" ( 1 Korinth. 16,19 Kol, 4,15. Filim 2) e Krishtit tonë. Tani çfarë është? Një stallë kafshësh, atje mallkon si e çmendur nëna, fëmijët shahen dhe rahen me njëri-tjetrin. Tek këta nuk mbretëron Krishti, ka pushtet djalli.
Për këtë arsye fëmijët nuk mblidhen në shtëpi, por vërtiten jashtë si qen pa zot. Asnjë nuk dëgjojnë, asnjë nuk respektojnë, asnjë nuk kanë frikë.
****
O prindër, dridhem kur mendoj se çfarë arsye, justifikim do të jepni ditën e Gjykimit! Ti, baba, vallë e di se çfarë bën me fjalët e tua me veprat e tua me gjithë sjelljet e tua? Vret fëmijën tënd! Zoti ta dha fëmijën që ta bësh ëngjëll, një statujë që do të zbukurojë mbretërinë e qiejve ndërsa ti e bëre një krijesë demoniake. Atje ku do të shkojë fëmija, atje do të shkosh dhe ti. Sepse ti e çove në ferr!
Vëllezërit e mi, le të kujdesemi të gjithë, të vegjël e të mëdhenj, të jetojmë pranë Krishtit, që të kemi bekimin e tij në jetë të jetëve.
(+)
Episkop Avgustini.
©Përktheu Pelasgos Koritsas
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου