"Τολμούμε να
ελπίζουμε". Στις τρεις αυτές λέξεις του συνοψίζεται, νομίζω, η ζωή και η
δράση του ιεράρχη που αποχαιρετούμε σήμερα. Γιατί ακριβώς η τόλμη και η
ελπίδα ήταν οι δύο πυξίδες που πάντα οδηγούσαν τον Αναστάσιο σε αυτή τη
θαυμαστή διαδρομή του. Μια διαδρομή σταθερά
δίπλα στον άνθρωπο και στα δικαιώματά του, πότε ως ταπεινός ιεραπόστολος στην
Αφρική των πεινασμένων παιδιών, πότε ως αθόρυβος συμπαραστάτης των φοιτητών
στην Ελλάδα της δικτατορίας, και βέβαια, ως μέγας αναστηλωτής και επίμονος
πρωτεργάτης της Ορθοδοξίας στην Αλβανία. Σε αυτό το μεγαλείο
μιας ξεχωριστής προσωπικότητας υποκλινόμαστε, γιατί ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων,
Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας ήταν ταυτόχρονα ένας διανοούμενος της πίστης,
αλλά και ένας απλός υπηρέτης του πλησίον του. Με άλλα λόγια, ένα φωτεινό
παράδειγμα σοφίας, αλλά και δράσης. Η εκδημία του
δημιουργεί ένα δυσαναπλήρωτο κενό, όχι μόνο στον τόπο του και στην ομογένειά
μας, όχι μόνο σε όλα τα μέρη όπου χτυπά η καρδιά του Ελληνισμού, για τον
οποίον υπήρξε επί δεκαετίες ένας αληθινός φάρος. Φάρος αγάπης και προσφοράς,
ευγένειας και απλότητας, πειθούς και αποτελεσματικότητας. Φάρος της
Ορθοδοξίας και της ορθόδοξης χριστιανικής βιωτής πίστης. Οι περισσότεροι εδώ
γνωρίζουν, βέβαια, καλά τι πέτυχε ο Αναστάσιος, από την πρώτη ώρα που έφτασε
στην Αλβανία, το μακρινό 1991, σε μια ερημωμένη χώρα, ύστερα από το πέρασμα
ενός αυταρχικού καθεστώτος, με τους χριστιανούς κυνηγημένους και τους
ομογενείς μας στο περιθώριο. Κι όμως, αντλώντας
δύναμη από τη βαθιά πίστη του, θεμελίωσε την Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία,
ίδρυσε 400 και πλέον ενορίες, έχτισε και ανοικοδόμησε εκατοντάδες ναούς,
χειροτονώντας 145 νέους κληρικούς, ενώ παράλληλα ίδρυσε δεκάδες εκπαιδευτικά,
υγειονομικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ένα μικρό, ίσως ένα μεγάλο θαύμα μέσα
στα ερείπια. «Μαζεύουμε τις πέτρες
που μας πετούν όσοι πολεμούν το έργο μας», συνήθιζε να λέει, πάντα με το
χαμόγελο στο πρόσωπό του, «και με αυτές χτίζουμε εκκλησίες και σχολεία». Το
έλεγε και το εννοούσε. Δεν είναι τυχαίο ότι
σήμερα τον θρηνούν Έλληνες και Αλβανοί, αλλά παντού όπου υπάρχει άνθρωπος,
ανεξάρτητα από θρησκεία, ανεξάρτητα από εθνική καταγωγή. Πάντα ο
Αρχιεπίσκοπος υπήρξε πράγματι μια γέφυρα φιλίας ανάμεσα στους δύο λαούς μας
και ένας κρίκος επικοινωνίας ανάμεσα στα δύο κράτη μας. Θα μπορούσε, λοιπόν,
δίκαια να αποκληθεί και «ο διπλωμάτης της αγάπης», σε μία αποστολή, μάλιστα,
την οποία ο ίδιος υπηρέτησε με μέτρο και επίγνωση, όμως ταυτόχρονα και με
έναν ανυποχώρητο δυναμισμό. Είμαι από τους
τυχερούς που γνώρισα και συνεργάστηκα στενά επί χρόνια με τον ιεράρχη μας και
δεν θα κρύψω πως θεωρώ αυτή την εμπειρία όχι μόνο κατάθεση πολιτική αλλά και
έναν πλούτο προσωπικό, καθώς ήταν «άγιος και σοφός», όπως τον είχε αποκαλέσει
ο πατέρας μου. Ένα πρόσωπο που σε
κατακτούσε με τις γνώσεις του και ένας χαρακτήρας που χωρίς να το ομολογεί,
χωρίς καν να προσπαθεί ιδιαίτερα, σε καλούσε με το ύφος του να γίνεις
καλύτερος. Εκεί, άλλωστε,
συναντιόντουσαν και οι ρόλοι μας. Στη δυνατότητα, δηλαδή, να κατανοεί κανείς
τα προβλήματα των πολλών, ιδίως των πιο αδύναμων, και παρά τις δυσκολίες να
μάχεται για να βρουν τη λύση τους. Για τις Ελληνίδες και
τους Έλληνες και τους Ορθόδοξους στην Αλβανία και απανταχού της Γης, ο
Αναστάσιος υπήρξε πηγή υπερηφάνειας, υπήρξε ακούραστος και ταπεινός υπηρέτης,
προσφέροντας ελπίδα και πνευματική καθοδήγηση στο ελληνορθόδοξο ποίμνιο
απανταχού της Γης. Μέσα από τη θεολογική
του σοφία αλλά και την ταπεινοφροσύνη του απέδειξε ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία
μπορεί να είναι μια ζωντανή κοινότητα αγάπης και κοινωνικής μέριμνας που
ενώνει τους λαούς. Γι' αυτό και όλοι μας τώρα νιώθουμε μία βαθιά θλίψη δίπλα
στο δέος αλλά και τη βαριά κληρονομιά που αφήνει. Διότι ως ποιμένας
έχτισε εκκλησίες, ενώ ως ταγός οικοδόμησε γέφυρες συνεργασίας μεταξύ λαών και
θρησκειών. Έδειξε έτσι πως μπορεί να είσαι ταυτόχρονα και αυθεντικά Έλληνας,
αλλά και αληθινά οικουμενικός. Είθε το παράδειγμά
του να συνεχίσει να μας εμπνέει και το έργο του να βρει ισάξιους συνεχιστές. Τον αποχαιρετώ με το
δικό του κάλεσμα με το οποίο και ξεκίνησα: «Τολμάμε να ελπίζουμε». |
"Guxojmë të shpresojmë."
Këto tri fjalë, mendoj, përmbledhin jetën dhe veprën e hierarkut që po
përcjellim sot. Sepse, pikërisht, guximi dhe shpresa ishin dy busullat që
gjithmonë udhëhiqnin Anastasin në rrugëtimin e tij të mrekullueshëm. Një rrugëtim gjithnjë pranë njeriut
dhe të drejtave të tij herë si një misionar i përulur në Afrikën e fëmijëve
të uritur, herë si një mbështetës i heshtur i studentëve në Greqinë e
diktaturës dhe, sigurisht, si një rigjallërues i madh dhe një nismëtar i
palodhur i Orthodhoksisë në Shqipëri. Përulemi me nderim para madhështisë së këtij
personaliteti të veçantë. Sepse
Kryepiskopi i Tiranës, Durrësit dhe i gjithë Shqipërisë ishte njëherazi një
intelektual i besimit dhe një shërbëtor i përulur i të afërmit të tij. Me
fjalë të tjera, një shembull i ndritur i urtësisë, por edhe i veprimit.
Largimi i tij nga jeta lë pas një boshllëk të pazëvendësueshëm. Jo vetëm në
vendin ku shërbeu dhe në diasporën tonë, por kudo ku rreh zemra e Helenizmit,
për të cilin ai ishte, për dekada me radhë, një dritë udhërrëfyese. Një dritë
dashurie dhe sakrifice, fisnikërie dhe thjeshtësie, bindjeje dhe efikasiteti.
Një dritë e Orthodhoksisë dhe e jetës së krishterë. Shumica
prej të pranishmëve e dinë mirë se çfarë arriti Anastasi që nga çasti i parë
kur mbërriti në Shqipëri, në vitin 1991. Në një vend të rrënuar nga regjimi
autoritar, me të krishterët të persekutuar dhe bashkëkombasit tanë të lënë në
harresë. Megjithatë, duke marrë forcë nga besimi i tij i thellë, ai hodhi
themelet e Kishës Orthodhokse Autoqefale të Shqipërisë. Krijoi mbi 400 enori,
ndërtoi qindra kisha dhe dorëzoi 145 klerikë të rinj. Njëkohësisht, hapi
dhjetëra institucione arsimore, shëndetësore dhe bamirëse. Një mrekulli e
vërtetë mes rrënojave! "Gurët
që na hedhin, ata që luftojnë kundër veprës sonë," thoshte shpesh me një
buzëqeshje në fytyrë "ne i mbledhim dhe me to ndërtojmë kisha dhe
shkolla." E thoshte dhe e nënkuptonte. Nuk është rastësi, pra, që sot e
vajtojnë si grekët, ashtu edhe shqiptarët, por edhe njerëzit kudo në botë,
pavarësisht fesë apo kombësisë. Kryepiskopi ishte gjithmonë një urë
miqësie mes dy popujve dhe një hallkë komunikimi mes dy shteteve. Prandaj, me
plot të drejtë, mund të quhet "diplomati i dashurisë." Një mision
që ai e përmbushi me maturi dhe ndërgjegje, por edhe me një vendosmëri të
palëkundur. Zonja dhe
zotërinj, miq të dashur, Jam një
nga fatlumët që pata mundësinë ta njoh dhe të bashkëpunoj për vite me
radhë me hierarkun tonë. Dhe nuk e fsheh që e konsideroj këtë përvojë jo
vetëm një angazhim profesional, por edhe një pasuri personale. Sepse ai
ishte, siç e kishte quajtur im atë, "i shenjtë dhe i urtë." Një
njeri që të magjepste me dijet e tij dhe një karakter që, pa e shprehur me
fjalë, të ftonte me shembullin e tij të bëheshe më i mirë. Pikërisht këtu
përputheshin edhe rrugët tona: në aftësinë për të kuptuar problemet e shumicës,
veçanërisht të më të dobëtëve, dhe në përkushtimin për të luftuar,
pavarësisht vështirësive, që ato të gjenin zgjidhje. Për
grekët dhe orthodhoksët në Shqipëri dhe kudo në botë, Anastasi ishte burim
krenarie. Ai ishte një shërbëtor i palodhur dhe i përulur, duke ofruar
shpresë dhe udhëzim shpirtëror për besimtarët orthodhoksë kudo në botë. Me
urtësinë e tij teologjike dhe përulësinë e tij, ai dëshmoi se Kisha
Orthodhokse mund të jetë një komunitet i gjallë dashurie dhe kujdesi
shoqëror, që bashkon popujt. Prandaj, sot të gjithë ndjejmë një trishtim të
thellë, por edhe një ndjenjë përgjegjësie për trashëgiminë e rëndë që ai na
lë. Si bari
shpirtëror, ai ndërtoi kisha. Si udhëheqës, ai krijoi ura bashkëpunimi mes
popujve dhe feve. Ai tregoi se si mund të jesh njëkohësisht një grek i
vërtetë dhe një figurë universale. U bëftë shembulli i tij një burim
frymëzimi për brezat që do të vijnë dhe vepra e tij gjettë pasues të denjë. E
përcjell me të njëjtat fjalë që ai vetë na la si amanet: "Guxojmë të
shpresojmë." |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου