Πανδώρα 1 Μαίου 1859, Τόμος Ι, Φυλλάδιον 219
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΙΝΕΣ
Περὶ τῆς ἐν Μακεδονία Κοριτσᾶς.
Επειδὴ ὁ Κύριος Παναγιώτης Αραβαντινὸς εἰς τὴν χρονογραφίαν τῆς Ηπείρου ἔγραψέ τινα καὶ περὶ τῆς πατρίδος μου Κοριτσᾶς, ὁπωσοῦν ἡμαρτημένα, θεω-ρῶ ἀναγκαῖον νὰ εἴπω ὀλίγα περὶ τούτου. Καὶ πρῶτον λέγω ὅτι ἐσφαλμένως λέγει περὶ τῆς ἐρημωθείτης πόλεως τοῦ Βιθικουκίου, ὅτι κατοικείται ἀπὸ Βλαχικὴν φυλὴν, ἐνῷ, οἱ κάτοικοί της ἀνέκαθεν ὑπῆρξαν γνησιώτατοι Αλβανοί. Φαίνεται ὅτι τὴν ἀντήλλαξε μὲ τὴν Σίπισκαν (Ιππισχίαν) πλησίον τῆς Μοσχοπόλεως, κατοικουμένην ἀπὸ Βλάχους, καὶ τὴν καταστροφήν λαβούσαν συγχρόνως μὲ τὴν Μο-σχόπολιν καὶ τὸ Βιθικούκιον. Σήμερον τὸ Βιθικούκιον εἶναι χωρίον πολλὰ μικρόν, κείμενον πρὸς μεσημβρί-αν τῆς Κοριτσᾶς, τέσσαρας ὥρας μακρὰν, ὑπὸ τὴν πολιτικὴν διοίκησιν τῆς Κολωνίας. Επίσης καὶ ἡ πόλις τῶν Μπιτωλίων δὲν περιέχει ψυχὰς εἴκοσι χιλιάδας, ὡς κατὰ λάθος λέγει ὁ Κύρ. Αραβαντινός, ἀλλὰ οἰκογενείας εἴκοσι χιλιάδας περίπου. ὅσον δὲ περὶ ἐθνικότητος τῶν Σουλιωτῶν, τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι μητρική των γλῶσσα εἶναι ἡ Αλ-βανική, καθὼς καὶ τῶν Ἰδραίων, Σπετσιωτῶν, Πο-ριωτῶν, καὶ τοσούτων ἄλλων ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τῆς ἐλευθέρας Ελλάδος. Αλλ᾿ ἀποκαλῶν αὐτοὺς ὁ Κ. Αραβαντινός Έλληνας, δὲν σφάλλει, νομίζω, διότι, ὡς παρὰ πολλῶν δοξάζεται, ἡ καταγωγὴ τῶν Αλ-βανῶν εἶναι Πελασγική, τῆς αὐτῆς, δηλαδὴ Ἑλληνικῆς ῥίζης. Οὐ μόνον δὲ οἱ χριστιανοὶ, ἀλλὰ καὶ οἱ κατὰ καιροὺς ἐξ ἀνάγκης ἀσπασθέντες τὸν Μωαμεθανισμὸν Αλβανοί, οἱ καὶ Τουρκαλβανοὶ ὀνομαζόμενοι, φαίνονται αἰσθήματα μᾶλλον Ελληνικὰ ἡ Τουρκικὰ ἔχοντες, καὶ οὐδέποτε μετὰ τῶν Τούρκων συμβιβάζονται. Η Κοριτσά, τουρκιστί Γκιόρτζια, συνῳκίσθη, φαίνεται, ἐπὶ Τουρκοκρατίας, ἐλπίζω δὲ νὰ σᾶς στείλω τὴν χρονολογίαν τῆς συνοικήσεως. Κεῖται εἰς και λάδα ἔχουσαν δέκα μὲν ὡρῶν μῆκος, δύο δὲ πλάτος, ὀριζομένην ἀπὸ ὄρη ὑψηλὰ, ἤτοι ἀνατολικῶς ἐκ τῶν διακλαδισμῶν τῆς Πίνδου, δυτικῶς ἀπὸ τὰ ὄρη τῆς Μοσχοπόλεως καὶ τῆς Γκόῤῥας, καὶ ἀρκτικῶς ἀπὸ τὸ ἐκροβοῦνι, τὸ ὁποῖον ἐκτείνεται μέχρις Αχρίδος καὶ τοῦ ὄρους Σκάρδου. Ο ποταμὸς Ντεβόλ, ἐξ οὐ ὀνομάζεται καὶ ἡ ἐπαρχία ἐκείνη Ντεβόλ, ἀπέ-χει δύο ἥμισυ ὥρας ἀρκτικῶς, καὶ χύνεται εἰς τὸν Αδριατικόν. Η πόλις ἔχει σήμερον πληθυσμόν δέκα χιλιάδων κατοίκων, ἐξ ὧν μόλις χίλιοι εἰσὶ Τούρκοι, οἱ δὲ λοιποὶ ὀρθόδοξοι, ὁμιλοῦντες τὴν Αλβανικήν γενικῶς καὶ ἐντὸς τῆς πόλεως καὶ καθ' ὅλην τὴν ἐπαρχίαν, πλὴν δύο μόνον χωρίων Δρε νόβου καὶ Μπομποστίτσης, ὅπου εἶναι ἐν χρήσει ἡ Βουλγαρική καὶ τῆς Μοσχοπόλεως καὶ Σιπίσκας, ἔνθα ὁμιλεῖται καὶ ἡ Βλαχική. Εἰς τὰ περίχωρα οἱ πλεῖστοι σχεδὸν εἰσὶν ὀθωμανοὶ, καὶ τοι εἷς τίνα ἐξ αὐτῶν σώζονται ἐκκλησίαι. Απέχει ἀρκτικῶς 12 ὥρας ἀπὸ τὴν Αχρίδα, καὶ μεσημβρινῶς 26 ἀπὸ τὰ Ιωάννινα, κειμένη μεταξὺ τῶν δύο τούτων πό λεων, δυτικῶς δὲ ἀπὸ τὸ Μπεράτι 12 ώρας. Έχει σχολεῖον Ελληνικὸν, Αλληλοδιδακτικόν καὶ Παρθεναγωγεῖον, ἔνθα διδάσκονται τὰ ἑλληνικὰ γράμματα. Τὸ 1849 ἔτος ἐστάλη παρὰ τῶν ἐν Αἰγύπτῳ παρεπιδημούντων συμπολιτῶν χρηματι κὴ συνδρομή διὰ τὰ σχολεῖα ταῦτα, ὅτις τοσοῦ τον ἐκέντησε τὴν φιλοτιμίαν τῆς Κοινότητος, ὦν στε ἀπεφάσισαν παμψηρεὶ νὰ συνεισφέρῃ ὅλος ὁ λαὸς τὸ κατά δύναμιν. Συνήχθησαν δὲ ἀξιόλογοι ποσότητες εἰς ὃς προσετέθη καὶ ἑτέρα τῶν ἐν Αἰ-γύπτῳ συμπολιτῶν, καὶ ὠκοδομήθησαν τρία νέα σχολεῖα ἀνηγέρθη ἡ Μητρόπολις, διωρθώθησαν τὰ υδραγωγεῖα πρὸ ὀλίγου δὲ εἶχεν ἀνεγερθῆ καὶ ἡ πυρ-ποληθεῖσα ἐκκλησία τῆς Θεοτόκου, αὐξηθεῖσα κατὰ μήκος καὶ πλάτος, καὶ ἑτέρα τοῦ Προφήτου Ηλιού, καὶ ἤδη μένει περίσσευμα ἐκ λιμῶν ἀγγλικῶν 2500, περίπου. Μὲ τὸ ποσὸν δὲ τοῦτο, τὸ ὁποῖον θέλει αὐξηθῆ καὶ ἐκ προσδωμένων συνεισφορῶν τῶν ἐν Μολδοβλαχία συμπολιτῶν, θέλουσιν ἀγορασθῆ κτήματα, τὸ εἰσόδημα τῶν ὁποίων θέλει χρησιμεύσει πρὸς συν τήρησιν τῶν σχολείων κατὰ τὸ μέλλον. Διὰ δὲ τὸ κεντρικὸν τῆς θέσεως καὶ τὸ πλεονέκτημα τὸ ὁποῖον ἔχει εἰς τὸ ἐμπόριον ἡ πόλις αΰ τη, συγκριτικῶς πρὸς τὰς ἄλλας ὁμόρους ἐπαρχίας, οἷον, τὴν Καστορίαν, Ανασέλιτσαν, Χουρουπίσταν, Ντεβόλην, Πρέσπαν, Γκόῤῥαν, Μόκραν, ὅπαριν, Σκρα πάριον, Κολωνίαν, Κόνιτσαν, Πρεμέτην κλπ, ἠδύνατο νὰ προοδεύσῃ πολύ περισσότερον (ἡ χριστιανική, ἐννοεἶται, Κοινότης) ἂν δὲν ἦταν ἐκτεθειμένη εἰς τοσαύ τας καταπιέσεις καὶ διαρπαγὰς τῶν πέριξ Τουρκαλ βανῶν. Απόδειξις δὲ τῶν καταδρομῶν εἶναι ἡ ἐρή μωσις τοσούτων μεγαλοπόλεων προϋπαρχουσῶν εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν περιοχὴν, δηλαδὴ τῆς Εμπορίας, Μπαρτσίου, Σελασφόρου (νῦν Σβέσδας), Βιθικουκίου, Μοσχοπόλεως, Σιπίσκας, Λινοτόπου, Νικολίτσης καὶ Μπομποστίτσης, ἔνθα δὲν βλέπει τις πλέον εἰμὴ ἐρείπια, καὶ μόνον δεκάδας τινὰς οἰκογενειῶν, τὰς πλείστας νεήλυδας· ὁ δὲ Λινότοπος εἶναι παντάπα σιν ἔρημος (α). Τούτου ένεκα πολλοὶ τῶν συμπατρι ωτῶν πλουτήσαντες διὰ τοῦ ἐμπορίου εἰς διαφόρους ξένους τόπους, ἰδίως δὲ εἰς Αίγυπτον καὶ Μολδοβλαχίαν, δὲν ἐπανέρχονται εἰς τὴν πατρίδα, φοβούμενοι μὴ καταστραφῶσιν ὑπὸ τῶν κρατούντων, ὅπως καὶ πρότινων ἐτῶν συνέβη, καταστραφέντων ὅλων τῶν ἐκεῖ εὐκαταστάτων, τὸ ὁποῖον καὶ σήμερον δύναται νὰ συμβῇ, διότι εἰς τὰ μέρη ἐκεῖνα, ὡς μεσόγεια, τὰ ὁποῖα δὲν ἐπισκέπτονται ποτὲ οἱ Εὐ-ρωπαῖοι, ἡ βαρβαρότης καὶ ἡ θρησκομανία οὐδέ-ποτε ἐξηλείφθησαν. Το 1822 ἔτος Ιουνίου 19 Μ. Μ. ἡ ἀγορὰ ἄν πασα, ἥτις εἶναι χωριστή, κειμένη ἐν μέσῳ τῆς πόλεως, ἀπετερρώθη μετὰ τῶν ἐμπορευμάτων ἀπὸ πυρκαϊάν τυχαίαν ἐνῷ τότε, ὑφισταμένης τῆς Ελληνικῆς ἐπαναστάσεως, ὑπέφερεν ἡ Κοινότης τὰ πάνδεινα, φορολογουμένη, ἀγγαρευομένη, ὑποβαλλο-μένη εἰς στρατιωτικούς σταθμούς, πρόστιμα καὶλοιπά ὅσα δὲν δύναται τις νὰ περιγράψῃ. Καὶ ὅμως ὁ ἐθνικὸς ὑπὲρ τῆς κοινῆς πατρίδος ζήλος δὲν ἠλατ-τώθης διότι τὸ αὐτὸ ἔτος μετὰ τὴν πυρκαϊάν, ὑπὲρ τὰς 500 ψυχάς αἰχμαλώτων Ελλήνων ἐξηγόρασεν ἡ Κοινότης ἀπὸ τοὺς Τουρκαλβανοὺς μὲ ἀδρὰν πλη ρωμὴν, ἕνεκα τοῦ ὁποίου ὑπέπεσεν εἰς τὴν ὀργὴν τοῦ γενικοῦ τότε Διοικητοῦ Χουρσίτ Πασσᾶ, ὅστις τοὺς καθυπέβαλεν εἰς πρόστιμον γροσίων 120 χιλιάδων, ἀφαιρέσας καὶ 18 ἐκ τῶν αἰχμαλώτων, ἀποκρυβέντων τῶν ἄλλων. Εδραμὸν δὲ καὶ εἰς τὸν Ἑλληνικὸν ἀν γῶνα ἐθελονταὶ περὶ τοὺς εἴκοτι νέους, οἵτινες συντ-γωνίσθησαν μὲ ὅλην τὴν αὐταπάρνησιν, ἄλλοι μὲν πεσόντες εἰς τὴν μάχην, ἄλλοι δὲ σωθέντες καὶ μεί-ναντες διὰ παντὸς εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἄλλοι δὲ ἐπι· στρέψαντες εἰς τὴν πατρίδα. Εἶναι δὲ οἱ ἐπόμενοι Φίλιππος Γάρος, Σταύρος Γρίας, Χατζή Αδάμος Ντάσχης, Μήτρος Ζαγραντίστης, Χρῆστος Ιωάννουυ Μήτκος, Χα. Βελῆς τοῦ Τζεμπελή, Τέρπος Ταν τσιόλλης, Μπάζης Καραμέτας, Λάμπρος Νούκος, Πρεβεζάρης Κώστα Κόκες, Γρίζης, Βάσος Γιάρης, Κώτσης Χα. Μπάνης, Κολιοπότσης, Κωτώρης Κ. Συτόσης, Στῆργος, καὶ Ντούμης κλπ. ἀπὸ δὲ τὴν Επαρχίαν ὅλην μετέβησαν ἐθελονταὶ ὑπὲρ τοὺς πεν τακοσίους, τῶν ὁποίων ὅμως ἀγνοοῦμεν τὰ ὀνόματα. Το τέλος τοῦ 1823 ἔτους ὁ Διοικητὴς Αμπού Λομπούτ Πασσᾶς, ἐδρεύων τότὲ εἰς Λάρισσαν, ἐπρο-σκάλεσεν ἐκεῖ τοὺς προύχοντας τῆς Κοινότητος, ἀπαιτῶν χρηματικὸν δάνειον, καὶ ἐπειδὴ εἶπον ὅτι εἶναι ἄποροι ἔρριψε δώδεκα ἐξ αὐτῶν εἰς τὴν φυ λακήν. ἀφοῦ δε μετὰ τρομερὰς βασάνους έλαβε παρ᾿ αὐτῶν ὁμόλογον ὑποσχετικὸν νὰ μετρήσῃ ἡ Κοι νότης Γροσίων 200 χιλιάδας, τοὺς ἀπέλυσεν ἡμι-θανεῖς, ἀποστείλας συγχρόνως εἰς Κοριτσὰν καὶ τὸν Μουστὰ Βέην Παλιάσαν πρὸς εἶσπραξιν τῶν χρη-μάτων. Το 1824 ἔτος, κατὰ Φεβρουάριον μῆνα, διήρπα-σαν οἱ ἐπαρχιῶται Τοῦρκοι τὴν Κοινότητα όλην, φήσαντες ὁλογύμνους τοὺς χριστιανούς, φονεύσαντες δὲ καὶ τινας ἐναντιωθέντας. Ακολούθως δὲ ἐγένοντο κατὰ καιροὺς πολλαὶ ἀρπαγαὶ καὶ κακώσεις, ἀλλ᾿ ὄχι τόσον καταστρεπτικαὶ, διὸ καὶ δὲν τὰς ἀπαριθ-μοῦμεν. Εξολοθρευτικὴν δὲ βλάβην ἐπέφερεν ἡ κατὰ τὸ ἔτος 1858, Απριλίου 12, διὰ νυκτὸς ἐκραγεῖσα πυρκαϊὰ εἰς τὴν ἀγορὰν, ἣν καὶ ἀπετέφρωσεν ὁ-λόκληρον, ἐπενεγκοῦσα ζημίαν λιρών Αγγλικών πεν τακοσίων περίπου χιλιάδων. Λέγεται δὲ ὅτι καὶ ἡ πυρκαϊὰ αὕτη ἦτο τυχαῖα, ἀλλ᾿ ὁ Διοικητὴς χατζή ἰσεῖν Βέης Κομινίτσης (συνεπαρχιώτης) ἀπὸ ἀντι-πάθειαν πρὸς τοὺς χριστιανοὺς, οὐχὶ μόνον νὰ βοn-θήσῃ εἰς ἀπόσβεσιν τοῦ πυρὸς δὲν ἠθέλησεν, ἀλλὰ καὶ τοὺς δραμόντας εἰς βοήθειαν ἀπέτρεψε, κατα-στρέψας οὕτως ὁλόκληρα τὰ συμφέροντα τῶν χρι στιανῶν. Ἐν Καΐρῳ, τὴν ὁ Ἀπριλίου 1859. Εἰς τῶν συνδρομητών
(α) Ἡ Ἐμπορία ἀπέχει τῆς Κοριτσᾶς 1/2 ὥραν ἀνατολικῶς, τὸ Μπάρτσι 1/2 ώραν ἀνατολικώτερον, ή Σδεσδα 3 ώρας ἀρι κτικῶς, τὸ Βιθικούκιον 4 ώρας μεσημβρινώς, ἡ Μοσχόπολις καὶ Σίπισκα 3 ὥρας δυτικῶς, ή. Νικολίτσα καὶ ὁ Αινίτόπος θώρας μεσημβρινοανατολικῶς, καὶ ἡ Μπομπιστίτσα ἡ ὥραν μεσημβρινώς.
Πανδώρα 1 Ιανουαρίου 1860, Τόμος Ι, Φυλλάδιον 235
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΝ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΚΟΡΙΤΣΑΣ. (Ορα φυλλάδι 199.)
Φρουρίων ἐρείπια ὑπάρχουσι πολλαχοῦ τῆς που ριοχῆς Κοριτσᾶς, εἰς τὰ ὁποῖα ὅμως οὐδεμία ἀνατ σκαφὴ ἐγένετο, διὰ νὰ φανῇ ἂν ὑπάρχῃ εἰς αὐτὰ ἀξιόλογός τις ἐπιγραφή. Π. χ. εἰς τὸ ὄρος ἱτῆς ἐμ-πορίας (σειρὰ τῆς Πίνδου) λεγόμενον ἐπιτοπίως «Κιουτέτο εἰς τὰ χωρία Σελασφόρον, Ζαγραντίστι, Κολιότισα, Μπάρτσι, καὶ εἰς τὸ ἐν Βιθικουκίῳ περίφημον Μοναστήριον τῶν Αποστόλων Πέτρου καὶ Παύλου, σώζονται πολλὰ τοιαῦτα φρουρίων ἐρεί πια. Εἰς τὴν Σελασφόρον μάλιστα ὑπάρχει καὶ ὑτ πόνομος συγκοινωνοῦσα μετὰ τοῦ κάτω ρέοντος που ταμοῦ Ντεβόλ. Πολλάκις ἀνακαλύπτονται εἰς τὰ ἐρείπια ταῦτα καὶ ἀρχαῖα νομίσματα. Ν. Α. τῆς Κοριτσᾶς ἐπὶ τῶν ὀρέων τῆς Πίνδου, ὄπισθεν τοῦ ὄρους τοῦ Ντρενόβου ὑπάρχει χριστια νικὸν χωρίον « Ντάρδα » καλούμενον (ἀλβανιστὶ σημαίνει ἀπίδιον). Κατὰ πότον ἔχει σχέσιν ἡ λέξις αὕτη μὲ τὸ ὄνομα τῶν ἀρχαίων Δαρδανίων, ἀγνοοῦ-μεν. Αγνοοῦμεν ἐπίσης καὶ ἂν τὸ ὄνομα τοῦ χω ρίου η Μπάρτσι ο δὲν ἔχῃ σχέσιν τινὰ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ Ἀλβανοῦ στρατηγοῦ τοῦ Μεσαιῶνος » Μπάλατσια (*). Τὸ φρούριον Κιουτέτ, ἕως πρὸ 25 σχεδὸν ἐτῶν κατῳκεῖτο ὑπὸ Τουρκαλβανῶν, ἐλευθέρων ὄντων παντὸς βασιλικοῦ φόρου, ἐπὶ τῇ ὑποχρεώσει μόνον νὰ συνοδεύωσι τοὺς βασιλικούς θησαυρούς. ὄπισθεν δὲ τοῦ ὄρους Κιουτέτ, σώζονται ἐρείπια κατεστραμμένου χωρίου, λεγομένου Αθανασίτσα. Τῆς ἀνοικοδομηθείσης ἐκκλησίας ἡ Κοίμησις τῆς Θεο τόκου, φερούσης χρονολογίαν 1225 ( κατά την δευτέραν της ἀνακαίνισιν) τὰ ἀνακαλυφθέντα γιγαντώδη θεμέλια ἐδείκνυον ὅτι ἡ ἐκκλησία αὕτη ὑπῆρξε και λοσσιαῖον κτίριον, ἀνῆκον ὡς φαίνεται εἰς τὴν ἐπο-χὴν, καθ' ἣν ήκμαζε τὸ Μπάρτσι, ἐντὸς τῆς περιφερείας τοῦ ὁποίου κεῖται μεσημβρινώς, μακρὰν 1 ὥραν τῆς Κοριτσᾶς, χωρίον, ὀνόματι Φλόκι, τὸ ὁποῖον φρονῶ ὅτι παράγεται ἀπὸ τὸ Αμφιλοχία, Φιλόχι, καὶ Φλόκι.
(*) ᾿Απόγονος τοῦ στρατηγοῦ τούτου σώζεται καὶ σήμε ρον εἰς τὴν ἐν Σικελίᾳ κωμόπολιν Palazzo Adriano τῆς ἐπαρχίαι τοῦ Πανόρμου, μεταξὺ τῶν ἐκεῖ μεταναστευσάντων ᾿Αλβανῶν, ὁ Πασχάλης Μπάρσας, νομικὸς τὸ ἐπάγγελμα, καὶ ὁ ἀδελφός του ὅστις εἶναι Consigliere della Suprema corte di Giustizia. Eἰς τὴν αὐτὴν κωμόπολιν καὶ εἰς τὴν Contessa σώζονται καὶ τοῦ Ἰωαν νου Σπάθα ἀπόγονοι διατηροῦντες εἰσέτι τὴν ἐπωνυμίαν των. Εν δε Νεαπόλει σώζεται ἀπόγονος τοῦ Γεωργίου Καστριώτου, ὁ Φριζε ρίκος Καστριώτου Scanderbeg, μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του, ἄριστος νομικός, διατηρῶν πάντοτε τὴν ἐν τῇ κοινωνία ὑψηλὴν θέσιν του. Χωρίον Μπάλση ὑπάρχει εἰς τὴν Πελοπόνησον, ἀναμφιβόλως τῶν προσφύγων ᾿Αλβανών. Οὐχὶ μικρὰν χειροτέρευσιν τοῦ ἀλλως ὑγεστάτου κλίματος τοῦ τόπου τούτου ἐπέφερεν ἡ νεωστί σχηματισθεῖσα λίμνη τῆς Σοβιάνης, ἥτις πρὸ 50 περίπου ἐτῶν, οὖσα ἔλος μικρὸν ἐπλημμύρισεν ἤδη μέγα μέρος τῆς πεδιάδος· διότι κωλύεται τὸ ῥεῦμα τοῦ ποταμοῦ Ντεβόλ κατά τε τὴν γέφυραν πλη-σίον τοῦ Μαληκίου, ὡς ἐκ τοῦ φραγμοῦ τῶν ἀλιο ευόντων τὰ περίφημα ἐκεῖνα ἐγχέλια, καὶ κατὰ τὸν καταρράκτην, οὕτως εἰπεῖν, εἰς τὴν θέσιν ᾿Εβρενὲς, ἔνθα γαῖαι ἐπιπεσοῦσαι ἀπὸ τοὺς παροχθίους γεων λόφους, ἔφραξαν ἐν μέρει τὴν κύστιν αὐτοῦ. Κατὰ τὰς ἀρχὰς τῆς παρούσης ἑκατονταετηρίδος ὁ βαθύπλουτος πατριώτης Παῦλος Ατζιὰς, διαμέτων ἐν Πολωνία, ἔκτισεν ἐξ ἰδίων του τὸ ἀρχαῖον Ελληνικόν Σχολεῖον, προσδιώρισε δὲ καὶ ἀξιολόγους πόρους πρὸς συντήρησιν αὐτοῦ, πέμψας καὶ διὰ· φορα ἱερὰ ἄμφια δωρεὰν εἰς τὰς ἐκκλησίας· ἀλλ᾿ ἕνεκα τῶν τότε καταχρήσεων καὶ διχονοιῶν τῶν πολιτῶν, ὀργισθεὶς ἀνεκάλεσε τοὺς πόρους, καὶ μετὰ θάνατον οὐδὲν ἐδωρήσατο οὐδ᾽ εἰς τοὺς συγ-γενεῖς αὐτοῦ. Το 1840, ἔτος μετηνάστευσεν ἐντεῦθεν ἡ οἰκου γένεια τοῦ Ἰωάννου Τσάλλη καὶ Παγχάρεως Τσάλ λη εἰς τὴν Λαμίαν τῆς Ἑλλάδος, εἰς τὰ ἐκεῖ κτήμα τὰ των Ὁμὲρ Μπέη καὶ ᾿Αλλαμάνα. 11 δὲ τοῦ Αναστασίου Τσάλλη εἶχε μετοικήσει εἰς Βιτώλια πρὸ χρόνων. Η πλουσία καὶ μεγάλη αὕτη οἰκογένεια οὐδεμίαν συνεισφοράν προσέφερεν ἄχρι σήμερον πρὸς τὴν πατρίδα καθ' ὅλας τὰς περιστάσεις, καίτοι τὴ ἔχει πάντοτε πρὸς αὐτοὺς χρηστὰς ἐλπίδας. Τὴν 8. Αὐγούστου τοῦ τρέχοντος ἔτους ἐτελεύτησεν εἰς τὴν ἄνω Αἴγυπτον συμπολίτης τις ἡμῶν, Γεώργιος Μπάγκας, ἐγκαταλιπών περιουσίαν ἐκ Γρ. 300,000 περίπου, ἐξ ὧν διέθεσεν ἔτι ζῶν Γρ. 50 χιλ. διὰ τὰ ἐν τῇ πατρίδι σχολεῖα καὶ ἐκκλησίας, καὶ 25 χιλ. διὰ τὰς Αθήνας. ἐπειδὴ καὶ ἐν μέσῳ Ελλήνων οἰκοῦντες λαλοῦ μεν, ὡς μητρικήν, τὴν Αλβανικὴν (Πελασγικὴν) γλῶσσαν, ἐπιθυμῶ νὰ σημειώσω ἐνταῦθα ὀλίγας μόνον ἀλβανικὰς λέξεις, ἐξ ὅσων φαίνονται ὡς και θαραὶ ἐλληνικαὶ, καὶ μάλιστα τῆς ὁμκρικῆς ἐπο-χῆς, παραλείπων ὅσας ὁ Κύριος Θωμᾶς Πάκης εἰς τὴν ἐφημερίδα᾿ Αθηνᾶν ὑπ' ἀριθ. 1302, Μαρτίου 26 τοῦ 1846, ἐδημοτίευσε, διὰ νὰ κρίνωσιν οἱ λόγιοι τοῦ ἔθνους περὶ τῆς ἀρχῆς, τῆς συγγενείας, καὶ τέ-λος περὶ τῶν περιπετειών τῶν συναδέλφων Αλβα νῶν. Διότι ὁ Κύριος Παναγ. Αραβαντινὸς ἐν τῇ χρο νογραφία τῆς Ηπείρου, ὁμιλῶν περὶ τῶν ἀρνησιθρής σκων τούτων, χωρίς νὰ λάβῃ ὑπ' ὄψιν τὴν ἐν ποχὴν, καθ᾿ ἣν πολλοὶ ἐκ τούτων τὸν Ἰσλαμισμὸν βιαίως ἠσπάσθησαν, οὐδὲ τὰς περιστάσεις καὶ τὴν γεωγραφικήν των θέσιν, καὶ μάλιστα τὴν ἐκ δίκησιν καὶ τὸ ἰδιαίτερον μίσος τῶν Σουλτάνων κατὰ τῶν ὑπὸ τὸν ἥρωα Γ. Καστριώτην ἀηττή των Αλβανών, θεωρεῖ αὐτοὺς πάντη ξένους ὡς πρὸς τοὺς Ελληνας, καὶ ἐξαιρεῖ τοὺς ὁμοεθνείς Σουλιώ τας, Χορμοβίτας, Υδραίους, κλπ. Καὶ πρώτον παραπέμπω τὸν Κύριον Αραβαντινὸν, πρὸς τὸν ἀρι χαιολόγον Dr. jur. Johann Georg von Han Γερμα νὸν, ὅστις εἰς τὸ σοφόν του Σύγγραμμα Albanesische Studien τοῦ 1854, κάμνει μὲ μεγάλην πε ρίνοιαν καὶ τὴν παραγωγὴν τοῦ Ἀλβανικοῦ ἐθνικοῦ ὀνόματος Σκιπετάρι, τὸ ὁποῖον ὁ Κ. Αραβαντινός κακῶς παράγει ἀπὸ τῆς Ἰταλικῆς λέξεως, schioppo τουφέκι, ὡσανεὶ οἱ Ἰταλοὶ ἔδοσαν εἰς τοὺς Αλβα νοὺς, ὡς καλοὺς ὁπλοποιοὺς, τὸ ἐπίθετον Σκιπετάρ, ἐνῷ ἐξ ἐναντίας αὐτοὶ ἑαυτοὺς ὀνομάζουσι μ' αὐτὸ τὸ ἐπώνυμον, καὶ ἐπομένως ἡ ἐτυμολογία πρέπει να ζητηθῇ ἐντὸς τῆς ἰδίας γλώσσης. Ἰδοὺ δὲ τὸ γρά φει ὁ Κύρ. Χάν. ο Οἱ στρατιῶταί του ἐπωνόμαζον τὸν Μέγαν Πύῤῥον διὰ τὴν μεγάλην του ἀνδρίαν, ἀετὸν, τουτέστιν ἀλβανιστί, Σκίπιε, αὐτὸς δὲ τοὺς ἀπήντα᾿ Πῶς γὰρ οὐ μέλλω, τοῖς ὑμετέροις ὅπλοις, ὥσπερ ὠκυπτέροις αἰρόμενος ; » Δὲν εἶναι λοιπόν παράδοξον ὅτι οἱ Αλβανοὶ ἐν πωνομάσθησαν, Σκιπετάρε, ἀπὸ τοῦ Σκίπιε, ὡς ὁ παδοί, ἢ ἀπόγονοι τοῦ Πύῤῥου τοῦ ἐπονομασθέν τος, Αετοῦ – Σκίπιε. ἐπιφέρει δὲ καὶ ἄλλην γνώμην κατὰ τοῦτο, προσφυεστέραν ἴσως ὁ ἴδιος. ἀπὸ τῆς λέξεως, σκήπων βακτηρία, λατινιστί, - scapos, ἀλβανιστὶ Σκόπ, καὶ Στάπ, ἔγινε σκε · πτον, σκῆπτρον καὶ σκᾶπτρον. ὥστε ἀπὸ τοῦ σκήπ, ἢ σκόπ, γίνεται Σκιπετάρ ἡ Σκοπετάρεσκη πτοῦχος, σκηπτροῦχος, βασιλεὺς, ῥαβδούχος. Σκῆ πτρον εἶναι τὸ σύμβολον τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας, ἢ βασιλική δύναμις « Βασιλεὺς, ᾧ ἔδωκε Κρόνου παῖς αὐτ σκήπτρον » Ιλ. Β. Καθώς γίνονται πολλὰ τοιαῦτα παράγωγα. Π. χ. οὔδε, οὐδετάρ ὁδοιπόρος" γιὰς γιακατὰρ αιμοβόρος· λιούφτε, λιουφτάρ-στρα-τιώτης κόρδε, κορδετάρ ξιφήρης κτλ. Λεξιγραφία Ἑλληνοαλβανική (*). Κρῖος, ἐλέγετο καὶ εἰς τῶν Τιτάνων, καὶ τὸ κριάρι, ὁ προεξάρχων τῆς ποίμνης. Κρῖ σημαίνει λευκόν, συγγεν. τῷ Κρῆκάρη, κορυφή, τὸ ἄνθος, τὸ ἄριστον κεφαλή. Κρείων, χρέων, βασιλεὺς καὶ κεφαλή. Αλβαν. κρία. Καρὸς, τὸ ξυρίδι τῆς κεφαλῆς. Ἀλβανιστί και ρὸς, ὁ ξεσκούφωτος. Οὖς, τὸ αὐτὶ, Αλ. οὐέσχ, βέσχ, δηλαδὴ μὲ τὸ δίγαμμα β, ή γ. Αὐγὴν, τὸ ὄπισθεν μέρος τοῦ λαιμού. Αλβαν. κιάφα. Πελειάδας ὠνόμαζον οἱ Πελασγοὶ κατὰ τὴν τότε γλῶσσαν τῶν Θεσσαλῶν τὰς περιστεράς. Αλβι λέν γονται φελέζα. Πολιὸς, ὁ γέρων. Αλβ. Πολιάκ. Οἶνος, κρασί, Αλ. οὐένε καὶ οὐέρε. Κύων, ὁ σκύλος » κέν. Μᾶς, ὁ ποντικός ο μύ. Μύια (μι, μύζω) ή μύιγα, Αλ. μύιζα. Κοῦ, Δἰολο-Ιωνικῶς, ἀντὶ ποὺ, Αλ. κοῦ. "Έτερος, ἅτερος, ἄλλος. Αλ. ἄτερ. Οὖδα, οὐδὸς, δρόμος, στράτα, Αλβ. οὔδε. Κρόνος, πολεμηθείς καὶ διωχθεὶς ἀπὸ τὸν οὐ ρανόν κατέφυγεν εἰς Ιταλίαν. Αλ. κρέγου, σημαί νει κρημνίζω, ἐκβάλλω. Δὰ, ἡ γῆ, Αλ. δέ Τὰ νῦν, τώρα. Αλ. τανύ. Μαλέας, τὸ ἐν Πελοποννήσῳ ὄρος. Αλβ. Μάλ λέγουσι τὸ ὄρος ἐν γένει. Λαπίθαι, ἔθνος Θεσσαλικόν σημαίνει δὲ ἀλαζὼν μεγάλαυχος. Διάπ ὀνομάζονται σήμερον ἰδίως οἱ Αλβανοὶ τῆς ἐπαρχίας Αὐλῶνος (εἰς νέαν Ηπειρον). ᾿Αντην, ἀντικρό, ἔμπροσθεν». Αντην δ᾽ οὐκ ἂν ἔγωγε λοέσσομαι». Δ. Οδ. Ζ. Αλ. ἀντέῖ, εἰς τὴν αὐτ τὴν σημασίαν. Μήνις, ιδος, ἡ ὀργή. «Μήνις Θεῶν, » Μέναν παρά Στβ. Αλ. μερί, καὶ μενί (*). Ζεὺς, ἀντὶ Δεὺς, ὡς ἐκ τοῦ Δῖς, Διός, ὁ θεὸς τῆς μυθολογίας, καὶ ἀστρονομικῶς ὁ πλανήτης· ἐν γένει δὲ ὁ οὐρανός. Αλ. Ντὶ, καὶ Ντὶτ, λέγεται ἡ ἡμέρα. Όθεν σώζεται τὸ εὔδιος (εὖ, Ζεὺς, Διὸς) –καιρός καλοκαιρινός· καὶ τὸ ἔνδιος (ἐν, Ζεὺς, Διός) – ὁ γινόμενος, ἢ πράττων τι ἐν καιρῷ τοῦ μεσημερίου. « Ενδιος δὲ ὁ γέρων ἦλθεν ». Οδ. δ. ἐντεῦθεν ἔγινε καὶ τὸ λατιν. die == ἡμέρα. Φένω, πέφνειν, ἐπερνε, τὸ φονεύω, Αλ. οὐρὰς, ἡ βρὰς, τροπῇ τοῦ ν εἰς ρ, καὶ τοῦ φ εἰς 6. Πάροι, πάροιθεν τὸ ἔμπροσθεν, προτοῦ. Αλβ. παρά καὶ πάροι. Είρων, ωνος, ὁ ὁμιλῶν μὲ εἰρωνείαν, καὶ εἴρω, ἐρέω, ὡ, τὸ λέγω καὶ ὁμιλῶ. Αλ. ῥέγου, τὸ ψεύδομαι. Δημλύω, φανερόνω. Αλ. ντάλ – ἐξέρχομαι. Αίθω, καίω καὶ φλογίζω καὶ αίθων, ωνος, λιμός πυρετός. Αλβ. Αἴθε, ὁ πυρετός. Δαίω, καίω καὶ ἀνάπτω. ο Δαῖεν οἱ ἐκ κόρυθος πῦρ ο Ἰλ. Ε. Αλβ. Δαις – ἀνάπτω Δμᾶς, κάθε σκληρὸν καὶ παλαιὸν δένδρον. 'Αλ. ντρίζε, τὸ δὲ ξύλον λέγουσι ντρού. Δύη, συμφορά, δυστυχία. ᾿Αλ. ζί, ζία. Πνέω καὶ πνεῦμα. ᾿Αλ. φρύγου καὶ φρύμα. Λοχεύω καὶ λοχάω, γεννώ. ᾿Αλβ. λόχ. α Ιστρος τοιαύτας παρθένους λοχεύεται ο Αίσχο Παθῶ, ἀγαπῶ. ᾿Αλβ. Πούθ – ἀσπάζομαι, καθώς συνειθίζει καὶ ἡ ὁμιλουμένη τὸ φιλῶ. Ῥωννύω καὶ ῥύω, ζῶ. ᾿Αλβ. ῥόγου. Θνήσκω, ἔθανον (θαν) ᾿Αλ. ντές. Χοῖνιξ, μέτρον ἐπὶ τῶν σιτηρῶν εἰς χρήσιν τὸ πάλαι ἐν ᾿Αθήναις. ᾿Αλβ. σχινίκ, ἐν χρήσει σήμερον. Κύαθος, μέτρον, κόγχας, καὶ μύστρα. ᾿Αλβ. Κιασέ, μέτρον ἐπὶ αῶν σιτηρῶν εἰς χρῆσιν τὴν σήμερον. Κοτύλη, εἶδος μέτρου διὰ τὰ ῥευστά, 71/2 οὐγ γιῶν. ᾿Αλβ. Κοτέλ, κοῖλον ἀγγεῖον ἐν γένει. Καλοῦμαι, ὀνομάζομαι. Αλ. κλιούχεμ. ᾿Ὠὸν, αὐγόν. ῾Αλ. οὐὲ, ἢ βὲ, μὲ τὸ Δίγαμμα Μένος, εος, ους θυμός. «Μένια πνείοντες ». Ιλ. Β. Γ. Αλβαν. Μελέ. Σες, (σεύομαι, θύω) ὁ χοίρος. Αλ. θύ. Αΐσσω, καὶ ἄττω, κινοῦμαι, πηγαίνω έτο. Αλγύνω, αἰσθάνομαι ἄλγος – Λιγκόγου. Εγείρω, ἔγρεο. - γκρέ "Ήλιος, καὶ ἠέλιος παρ' Ομήρω ε Ντιέλε καθώς διετηρήθη τὸ δ (ντ) εἰς τὸ «Δήλος » (*). Ο Εὐφο-ρίων εἰς τὴν ἐπιτομὴν τοῦ Στράβωνος, τὸν ἥλιον λέγει ἦλ. Οἱ Αλβαν, λέγουσιν ἦλ, τὸν ἀστέρα. Ηλις, καρφί. Αλ. χέλ σουβλί "Αω, τρώγω. Αλ. χα. Λάπω, λάπτω· πίνω ὡς οἱ σχῦλοι μὲ τὴν γλῶς- σαν. Αλ. λιεπίγου. Σπεύδω, βιάζω, ἐπιταχύνω, καὶ ἄσπετος ὁ τας χύπους Αχιλλεύς. Αλβ. σπεϊτόγου, καὶ σπέϊτ, τὸ ἐπίῤῥημα. Εἰμὶ, εἰ, ἐστὶ. Αλ. γιὰμ, γὲ, ἔστιε. (*) Οὕτω λέγομεν· βέρε ἀντὶ βένε, βλιόρε ἀντὶ βλιένε. Επειτα καίγιε, ἀντὶ μίλια, βαὶ ἀντὶ βάλι, βιγά, ἀντὶ βελά. (*) Το διεἰς τὴν ᾿Αλβανικὴν προφέρεται ὡς τὸ λατινικὸν ἐ ὅθεν εἰς πολλάς περιπτώσεις, πρὸς διάκρισιν τὸ γράφω, ντα.. Λίττομαι, καθικετεύω, παρακαλώ. Αλβ. Λιούτεμ. Δύρπος, τὸ δεῖπνον. Αλ. ντάρκε. Φάτις, φήμη, ῥητὸν, χρησμός. Αλβ. Φὰτ, ἡ τύ χη, τὸ πεπρωμένον. Θρέω, φωνάζω. Αλ. θρὲς καὶ θερές. Βέκον καὶ βέκος (Φρυγ. καὶ Κυπρ.) ὁ ἄρτος. ᾿Αλβ. μπούκε. Γυραὶ, πέτραι τινὲς τοῦ Ικαρίου πελάγους (πρὸ τοῦ Καφηρέως, ἢ τῆς Μυκόνου) όπου έναυά γησεν Αἴας ὁ Λοκρός, ἐπιστρέφων ἐκ Τρωάδος. Γυρὸς σημαίνει καὶ κυρτὸς καμπύλος, γυρτός. ᾿Αλέ. Γοὺρ, τὴν πέτραν ἐν γένει. Κέλης, ἵππος. Δωρ. κέλης. ᾿Αλβ. κάλι, ἵππος. Θυανία, Δωρ. συπνία, μάλωμα, ύβρεις. ᾿Αλβ. σχάγου, ὑβρίζω. ᾿Αμφιέννυμι, έσομαι, ᾿Αλβαν. ΄μβίσχεμ. "Έλκω, τραβώ. Αλβ. χέληι. Γηθέω, γηθώ, χαίρω Αλβ. γαζόγου, γαζόμ. "Έρπω, συγγ. τῷ ὁέπω. Σύρομαι μὲ τὴν κοιλίαν. ᾿Αλβ. ῥεπόσχ-κάτω, Μέγας, συγγ. τῷ Μάγος καὶ Μέδω, ἐξ οὐ καὶ μείζων. ᾿Αλβ. Μάδ. Ὁράω, ὁρῶ, τὸ βλέπω. ᾿Αλβ. οὐερέγου. Η Εερές γου, κυττάζω. πά. Ὄπτομαι καὶ ὅπω, ὀπωπέω βλέπω. ᾿Αλβ. πι, Κλάω, κλαίω. ᾿Αλῆ, κλιάγου, ᾿Ακούω, λιάγου. "Αρπυιαι, τερατόμορφόν τι ἂν τῆς Μυθολογίας. ᾿Αλβ. Γερπίγου ὄρις, μεταφορικώς. ᾿Ανὴρ, ἄνθρωπος « ᾿Ανδρῶν τε θεῶν το » Ομηρ. ᾿Αλβ. γνερί. Βούκος, γεωργός. ᾿Αλβ. Μπούϊκ. ᾿Αρόω, γεωργῶ, καὶ ἄρωμα, τόπος ὠργωμένος, ᾿Αλβ. ἄμε, τὸ χωράφι καὶ, οὐγὰρ, τὸ ὡργωμένον χωράφι, ἀντὶ ἀγρός. Μαγνησία πόλις τῆς Θεσσαλίας, ἀνατολικῶς αὐτῆς κειμένη. ᾿Αλβ. Μαγγές λέγεται πρωί, όύθρος. Πιθανῶς ὠνομάσθη οὕτως ὡς ἐκ τῆς θέσεως αὐτῆς, καθὼς ὑπάρχει καὶ τὸ ὅρος, ἄρθρς, ἐπίσης πρὸς ἀνατολὰς τῆς Θεσσαλίας κείμενον, καὶ ὡς ἐκ τῆς θέσεως οὕτω (ὄρθρος) καλούμενον. Λιόπες (Ελλοπία κατὰ τὴν Μολοσσίαν) χωρίς διον τὴν σήμερον ἐν τῇ Θεσπρωτία πλησίον της Κου νιππόλεως. Ἐκεῖνα τὰ μέρη ἐφημίζοντο ὡς βουτρό φα τὸ πάλαι, καθὼς καὶ ὅτι ὁ Ηρακλής ήρπασε τοὺς περιφήμους βόας τοῦ Γηρούνου, βασιλέως της Αμβρακίας, νικήσας αὐτὸν τὸ 1350, π. Χ. Αλλαν νιστὶ Λιόπε, λέγεται ἡ ἀγελάδα, καὶ λιόπες τὸ πιο ριεκτικὸν ἀγελάδων. Γραῦς, γραός, ἡ γραῖα. Αλ. Γροῦα, ἡ γυνή ἐν γένει. Αλλὰ καὶ ἀπὸ τοῦ γυνή, ἡμπορεῖ νὰ γίνε Γνούα, καὶ Γρούα. Πατήρ. ᾿Αλβ. Ατ, καὶ Τάτα. ἐπὶ προσρων. Ποσειδῶν, θεὸς τῆς θαλάσσης. ᾿Αλβανιστί λέγουν, ποὺς, τὸ βαθύ πηγάδιον νεροῦ· ἡ δ᾽ ἀποκοπὸτῶν συλλαβῶν ειδων, ἔγινα καθὼς καὶ εἰς τὸ Λαπίθαι – Λιάπ, Παναγιώτης Πάνος, Εὐαγγέλης – Βάγι γης, Γραμματεύς-Γράμμος κτλ. ('Ακολουθεῖ συνέχεια.) Κάϊρον, τὴν ὁ Ὀκτωβρίου 1859. Εἰς τῶν Συνδρομητῶν (Ευθύμιος Μήτκος) Ετοίμασε για το Πελασγός Κορυτσάς B.T
|
Pandora, 1 Maj 1859, Vëllimi I, Fletorja 219
Disa Shënime
Mbi Korçën e Maqedonisë
Meqenëse z. Panajot Aravantinos në kronografinë e Epirit ka shkruar diçka edhe për atdheun tim Korçën, por në disa pika të pasakta, e konsideroj të nevojshme të them disa gjëra rreth kësaj çështjeje. Së pari, them se gabimisht shkruan për qytetin e shkatërruar të Vithkuqit se banohet nga një fis vllah, ndërkohë që banorët e tij kanë qenë gjithnjë shqiptarë të mirëfilltë. Duket se e ka ngatërruar me fshatin Shipiskë (Ipişkia), afër Voskopojës, i cili banohej nga Vllehë dhe u shkatërrua në të njëjtën kohë me Voskopojën dhe Vithkuqin. Sot Vithkuqi është një fshat shumë i vogël, që ndodhet në jug të Korçës, katër orë larg, nën administrimin politik të Kolonjës. Gjithashtu, edhe për qytetin e Manastirit, gabon z. Aravantinos kur thotë se ka njëzet mijë banorë, pasi në të vërtetë ka rreth njëzet mijë familje. Sa për kombësinë e Suliotëve, e vërteta është se gjuha amtare e tyre është shqipja, ashtu si edhe e banorëve të Hidhrës, Specas, Porosit dhe shumë të tjerëve brenda dhe jashtë Greqisë së lirë. Por duke i quajtur ata grekë z. Aravantinos nuk gabon, mendoj, sepse, siç pretendohet nga shumë studiues, origjina e shqiptarëve është pellazgjike, pra me të njëjtën rrënjë si ajo greke. Jo vetëm të krishterët, por edhe ata shqiptarë që përkohësisht, nga nevoja, u konvertuan në islam – të ashtuquajturit turko-shqiptarë – duken më shumë të ndjeshëm ndaj ndjenjave greke se sa turke, dhe asnjëherë nuk bien plotësisht në një mendje me turqit. Korça, turqisht Gjiorçia , duket se u banua gjatë periudhës osmane. Shpresoj t’ju dërgoj së shpejti edhe vitin e saktë të themelimit. Ndodhet në një fushë që ka gjatësi dhjetë orë dhe gjerësi dy orë, e rrethuar nga male të larta: nga lindja nga degëzimet e Pindit, nga perëndimi nga malet e Voskopojës dhe të Gorës, dhe nga veriu nga mali i njohur si Ekrobuni, i cili shtrihet deri në Ohër dhe malin Sharr. Lumi Devoll, nga i cili e merr emrin edhe krahina përkatëse, ndodhet dy orë e gjysmë në veri dhe derdhet në Adriatik. Qyteti ka sot një popullsi prej dhjetë mijë banorësh, prej të cilëve vetëm një mijë janë turq, ndërsa pjesa tjetër janë ortodoksë që flasin gjuhën shqipe pothuajse në të gjithë qytetin dhe krahinën përreth, përveç dy fshatrave Drenovë dhe Boboshticë ku përdoret bullgarishtja, dhe në Voskopojë e Shipiskë ku flitet vllahishtja. Në rrethina, shumica janë osmanë dhe në disa prej tyre ende ruhen kisha. Korça ndodhet 12 orë në veri të Ohrit dhe 26 orë në jug të Janinës, midis këtyre dy qyteteve, ndërsa 12 orë në perëndim të Beratit. Në qytet ndodhet një shkollë greke, një shkollë fillore me sistem mësimi ndërsjellës dhe një shkollë për vajza, ku mësohet gjuha greke. Në vitin 1849, bashkëqytetarë që ndodheshin përkohësisht në Egjipt dërguan ndihmë financiare për këto shkolla, gjë që nxiti aq shumë ndjenjën e krenarisë së komunitetit, sa që vendosën me unanimitet që i gjithë populli të kontribuonte sipas mundësive të tij. U mblodhën shuma të konsiderueshme, të cilave iu shtuan edhe të tjera nga bashkëqytetarët në Egjipt, dhe u ndërtuan tre shkolla të reja, u ngrit Mitropolia, u riparuan ujësjellësit dhe pak kohë më parë u rindërtua kisha e djegur e Hyjlindëses, e zgjeruar në gjatësi dhe gjerësi, si dhe një tjetër e Profetit Ilia, ndërsa aktualisht ekziston një tepricë prej 2500 frangash angleze. Me këtë shumë, e cila pritet të shtohet edhe me ndihmën e bashkëqytetarëve nga Moldovllahia, do të blihen prona, të ardhurat e të cilave do të shërbejnë për mirëmbajtjen e shkollave në të ardhmen. Për shkak të pozicionit qendror dhe përparësisë që ka kjo qytet në tregti, në krahasim me krahinat përreth si: Kosturi, Anaselitca, Hurupishta, Devolli, Prespa, Gorra, Mokra, Opari, Skrapari, Kolonja, Konica, Permeti etj... do të kishte pasur shumë më tepër përparim (bëhet fjalë për Komunitetin e krishterë), nëse nuk do të ishte ekspozuar ndaj kaq shumë shtypjeve dhe grabitjeve nga ana e turko-shqiptarëve përreth. Dëshmi e këtyre sulmeve janë shkatërrimet e shumë qyteteve dikur të mëdha në këtë rajon, siç janë: Emporia, Barç, Selasfori (sot Svesdë), Vithkuqi, Voskopojë, Shipiskë, Linotopi, Nikolicë dhe Boboshticë, ku sot nuk sheh veçse rrënoja dhe vetëm disa dhjetëra familje, kryesisht ardhacakë. Linotopi është krejtësisht i braktisur. Për shkak të kësaj, shumë prej bashkëqytetarëve tanë që pasuruan nëpërmjet tregtisë në vende të huaja, sidomos në Egjipt dhe Moldavi-Vllahi, nuk kthehen më në atdhe, nga frika se mos dëmtohen nga pushtetarët, siç ndodhi disa vite më parë, kur u shkatërruan të gjithë të pasurit atje – gjë që mund të ndodhë përsëri, pasi në ato anë, që janë të brendshme dhe kurrë të vizituara nga europianët, barbaria dhe fanatizmi fetar nuk janë zhdukur asnjëherë. Më 19 qershor të vitit 1822, tregu i qytetit – njësi e veçuar në mes të tij – u dogj nga një zjarr i rastësishëm. Kjo ndodhi ndërkohë që Komuniteti i krishterë vuante tmerrësisht nga pasojat e Revolucionit Grek, duke iu ngarkuar taksa, detyrime, strehime ushtarake, gjoba dhe të tjera të panumërta. E megjithatë, zelli patriotik për atdheun nuk u zbeh. Në po atë vit, Komuniteti bleu lirinë e më shumë se 500 robërve grekë, që ndodheshin në duart e turko-shqiptarëve, duke paguar një shumë të madhe. Për këtë arsye, ata ranë në zemërimin e guvernatorit të përgjithshëm Hursit Pasha, i cili i ndëshkoi me një gjobë prej 120.000 groshësh, dhe rrëmbeu 18 prej robërve, ndërkohë që të tjerët ishin fshehur. Rreth njëzet të rinj nga Korça shkuan si vullnetarë në luftën greke, me përkushtim të jashtëzakonshëm: disa ranë në betejë, disa mbetën përgjithmonë në Greqi dhe disa të tjerë u kthyen. Këta ishin: Filip Garos, Stavro Gria, Haxhi Adhamo Dashqi, Mitro Zagrantisti, Kristo Joan Mitos, Ha. Veli i Xhempelit, Terpo Tanciojlli, Bazi Karameta, Llambro Nuko, Prevezari Kosta Koka, Grizi, Vaso Jari, Koçi Ha. Bani, Koljopoci, Kotori K. Sitosi, Stergo dhe Dumi, etj. Nga e gjithë krahina u bashkuan si vullnetarë më shumë se 500 veta, por emrat e tyre nuk njihen. Në fund të vitit 1823, guvernatori Abu-Lubut Pasha, rezident në Larisa, ftoi prijësit e Komunitetit dhe kërkoi prej tyre një hua. Kur ata i thanë se ishin të varfër, ai hodhi në burg dymbëdhjetë prej tyre. Pas torturash të tmerrshme, i detyroi të nënshkruanin një premtim se Komuniteti do të jepte 200.000 groshë. Pastaj i liroi gjysmë të vdekur dhe dërgoi në Korçë Musta Bej Palin për të mbledhur paratë. Në shkurt të vitit 1824, turqit e krahinës grabitën të gjithë Komunitetin, duke lënë të krishterët lakuriq dhe duke vrarë disa që tentuan të kundërshtojnë. Më pas ndodhën shumë raste të tjera grabitjesh dhe dhunimesh, por jo aq shkatërrimtare sa që të përmenden. Por dëmin më të madh e shkaktoi një zjarr i shpërthyer natën më 12 prill 1858, që shkrumboi tërësisht pazarin, duke sjellë një dëm prej afërsisht 500.000 stërlinash angleze. Thuhet se ishte zjarr i rastësishëm, por guvernatori Haxhi Isain Bej Kominica, me prejardhje nga i njëjti rajon, për shkak të urrejtjes ndaj të krishterëve, jo vetëm që nuk ndihmoi në shuarjen e zjarrit, por edhe i pengoi ata që erdhën për të ndihmuar, duke shkatërruar kështu të gjitha pasuritë e të krishterëve. Kairo, prill 1859 THIMI MITKO FJALËTORE SHQIP-GËRQISHT GËRQISHT-SHQIP NDIHMESA TË TJERA LEKSIKOGRAFIKE & Përgatitja e dorëshkrimeve për botim dhe studimi hyrës nga Dhori Q. Qirjazi TIRANE 2014 fq. 74)
a) Emporia (Mborja) ndodhet gjysmë ore në lindje të Korçës, Barçi edhe gjysmë ore më lindje nga Emporia; Svesda (ish-Selasfori) ndodhet 3 orë në veri; Vithkuqi është 4 orë në jug; Voskopojë dhe Shipiskë janë 3 orë në perëndim; Nikolicë dhe Linitopi ndodhen rreth një orë në juglindje, ndërsa Boboshtica ndodhet rreth një orë në jug të Korçës.
Pandora, 1 Janar 1860, Vëllimi I, Fletorja 235
MBI KORÇËN NË MAQEDONI
(Shih edhe fletoren 199)
Rrënoja fortesash gjenden në shumë vende të krahinës
së Korçës, por në asnjë prej tyre nuk është bërë ndonjë gërmim për
të zbuluar nëse ka ndonjë mbishkrim të rëndësishëm. Në Selasfor (Zvezdae sotme) madje ekziston edhe
një galeri nëntokësore që lidhet me lumin Devoll që rrjedh më poshtë. Në verilindje të Korçës, mbi malet e Pindit, pas malit të Drenovës, ndodhet një fshat i krishterë me emrin Dardhë Nuk dimë nëse kjo fjalë ka lidhje me emrin e lashtë “Dardania”. Po ashtu nuk dimë nëse emri i fshatit Barç lidhet me emrin e ndonjë strategu shqiptar të Mesjetës me emrin “Balacia”. Fortesa Qytet deri rreth 25 vjet më parë banohej nga turko-shqiptarë, të cilët ishin të liruar nga çdo taksë mbretërore, me kushtin e vetëm që të shoqëronin thesaret mbretërore në udhëtimet e tyre. Pas malit Qytet ruhen rrënojat e një fshati të
shkatërruar me emrin Athanasiça. Në këtë vend gjendet kisha e Fjetjes
të Hyjlindëses, me mbishkrimin e vitit 1225 (në ringritjen e dytë)
(*) Një pasardhës i atij strategu “Balacia”
jeton ende sot në Palazzo Adriano, një qytet i vogël në Siçili,
në provincën e Palermos, mes arbëreshëve të vendosur atje. Quhet Pashalis
Barsa, me profesion jurist, dhe vëllai i tij është Këshilltar i
Gjykatës së Lartë të Drejtësisë të Italisë. Po ashtu, një fshat me emrin Balshi ndodhet në Peloponez, dhe pa dyshim është i krijuar nga shqiptarë të shpërngulur në atë zonë. Nuk është i vogël përkeqësimi i klimës, që
përndryshe ishte shumë e shëndetshme në këtë krahinë, i shkaktuar nga liqeni
i ri i Sovjanit, i cili rreth 50 vjet më parë, ishte një kënetë
e vogël, por tashmë ka përmbytur një pjesë të madhe të fushës. Në fillimet e këtij shekulli, patrioti shumë i pasur
Pavllo Atzias, banues në Poloni, ndërtoi me shpenzimet e tij
Shkollën e Vjetër Greke, dhe caktoi burime të konsiderueshme për
mirëmbajtjen e saj. Dërgoi gjithashtu veshje kishtare për dhuratë në
kishat e vendlindjes. Në vitin 1840, familja e Joan Cale dhe
Pankare Cale u shpërngul në Laminë të Greqisë, në pronat e
atjeshme të Omer Beut dhe Allamanës. Më 8 gusht të këtij viti, ndërroi jetë në Egjiptin e Epërm një bashkëqytetar ynë, Jorgo Banga, duke lënë pas një pasuri prej rreth 300.000 groshësh, nga të cilat kishte caktuar që 50.000 groshë t’i shpenzoheshin për shkollat dhe kishat në atdhe, dhe 25.000 për Athinën. Meqenëse, edhe pse jetojmë mes grekëve, flasim si gjuhë amtare shqipen (pellazgjiken), dua të përmend këtu vetëm disa fjalë shqipe, që duken qartë si greke, madje të epokës homerike, duke lënë mënjanë ato që ka botuar z. Thoma Pakis në gazetën Athena, nr. 1302, më 26 mars 1846, që t’i gjykojnë dijetarët e kombit mbi prejardhjen, lidhjet dhe fatin e bashkatdhetarëve tanë shqiptarë. z. Panajot Aravantinos, në Kronografinë e
Epirit, kur flet për ata që braktisën fenë, nuk merr parasysh epokën
historike në të cilën shumë prej tyre u detyruan me dhunë të përqafojnë
islamin, as rrethanat dhe pozicionin e tyre gjeografik, dhe
sidomos urrejtjen personale të sulltanëve ndaj shqiptarëve të pathyeshëm
nën Gjergj Kastriotin. Së pari, e drejtoj zotin Aravantinos te arkeologu Dr. i së drejtës Johann Georg von Hahn, gjerman, i cili në veprën e tij të mençur “Studime shqiptare” (Albanesische Studien), botuar më 1854, jep me kujdes të madh edhe etimologjinë e emrit “Shqiptar”, që z. Aravantinos e nxjerr gabimisht nga fjala italiane schioppo (pushkë), si të thoshin që italianët ua dhanë këtë emër shqiptarëve për aftësitë e tyre si armëtarë. Në të vërtetë, vetë shqiptarët e quajnë veten me këtë emër, ndaj etimologjia duhet të kërkohet brenda vetë gjuhës shqipe. Ja çfarë shkruan z. Hahn:
Nuk është pra për t’u çuditur që shqiptarët u quajtën Shqiptarë,
nga fjala "Shqipe", si pasues apo pasardhës të Pirros,
i cili ishte quajtur Shqiponjë – Shqipë. · οὔδε → ουδετάρ · ὁδοιπόρος → γιας (udhëtar) → γιακατάρ · αιμοβόρος → λιούφτε, λιουφτάρ (ushtar) · κόρδε → κορδετάρ (me kordhë), ξιφήρης (me shpatë) etj. Fjalor greko-shqip
Kajro,
tetor 1859 (Efthim Mitko)
Përgatiti Përktheu për Pelasgo Koritsas B.T
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου