Ενίσχυση του έργου!

Ενίσχυση του έργου!

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

Πώς όμως έγινε η χάραξη της ελληνοαλβανικής μεθορίου; Por si u caktuan kufijtë shqiptaro-grek?


Τα Πρωτόκολλα της Φλωρεντίας (1913 και 1924) και τα 14 χωριά της Μακεδονίας που παραχωρήσαμε στην Αλβανία το 1924

Τα Πρωτόκολλα της Φλωρεντίας (1913 και 1924) και τα 14 χωριά της Μακεδονίας που παραχωρήσαμε στην Αλβανία το 1924


Από τη Συνθήκη του Λονδίνου στο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας – Το πλήρες κείμενό του – Η οριστική διευθέτηση των ελληνοαλβανικών συνόρων με το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας – Τα χωριά της Φλώρινας που παραχωρήσαμε στην Αλβανία το 1924 και τα ζητήσαμε πίσω (!) λίγα χρόνια αργότερα – Τι έγραψαν ξένοι διπλωμάτες.

Οι ελληνοαλβανικές σχέσεις, βρίσκονται διαρκώς στο προσκήνιο τα τελευταία χρόνια, κυρίως με τις ανιστόρητες και επικίνδυνες κορόνες των γειτόνων αλλά και τα οράματά τους για τη δημιουργία της λεγόμενης «Μεγάλης Αλβανίας».
Θα χαρακτηρίζαμε την Αλβανία, ένα «μικρό ταραξία των Βαλκανίων». O «μεγάλος ταραξίας των Βαλκανίων» βέβαια είναι χωρίς αντίπαλο η Τουρκία, υποκινητής και αρωγός συχνά των Αλβανών στα επεκτατικά σχέδιά τους.

Πώς όμως έγινε η χάραξη της ελληνοαλβανικής μεθορίου;
Από ποια έγγραφα καθορίζονται τα ελληνικά και τα αλβανικά εδάφη στην Ήπειρο;
Το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17/12/1913), ίσως για πρώτη φορά κάνει την εμφάνισή του στο διαδίκτυο. Για να ξέρουμε πού πατάμε και να βλέπουμε ότι για μία ακόμη φορά η Ελλάδα βρέθηκε «ριγμένη» και έγινε έρμαιο των διαθέσεων των, τότε, ισχυρών...

             Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ (30/5/1913) – ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΩΣ ΤΟ
                          ΠΡΩΤΌΚΟΛΛΟ ΤΗΣ ΦΛΩΡΕΝΤΊΑΣ (17/12/1913) 

Η Ιταλία και η Αυστροουγγαρία, μεγάλες δυνάμεις των αρχών του 20ου αιώνα, έδειχναν έντονο ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στη Χερσόνησο του Αίμου κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων.

Στις 31 Δεκεμβρίου 1912, υπόγραψαν μυστική συμφωνία για το διαμοιρασμό της Αλβανίας σε σφαίρες επιρροής. Αυτή η συμφωνία, επαναβεβαιώθηκε στη Ρώμη με τη σύμβαση της 8ης Μαΐου 1913. Η Αυστροουγγαρία, θεωρούσε την Αλβανία «ειδική ζώνη επιρροής», ενώ η Ιταλία έδειχνε ζωηρότατο ενδιαφέρον και για το στρατηγικής σημασίας λιμάνι της Αυλώνας που δεσπόζει στην Αδριατική και απέχει 100 χλμ από τις ιταλικές ακτές.
Με βάση τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου, της 30ης Μαΐου του 1913, ανατέθηκε στις Μεγάλες Δυνάμεις η ρύθμιση των συνόρων της Αλβανίας και στις 29 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, η πρεσβευτική συνδιάσκεψη κατέληξε με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου στην ανακήρυξη της Αλβανίας σε ανεξάρτητο κράτος, χωρίς όμως να καθορίσει τα όριά της.

Η Ελλάδα, αν και αρχικά αιφνιδιάστηκε και δεν παρουσίασε ολοκληρωμένες προτάσεις, επέμεινε στη συνέχεια για την άμεση ρύθμιση των ζωτικών εθνικών θεμάτων της Βορείου Ηπείρου. Τελικά, υπέκυψε στον στυγνό εκβιασμό του Υπουργού Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας Edward Grey (1862-1913), ο οποίος, όπως γράφει ο Σ. Αντωνόπουλος στο βιβλίο του «Οι Συνθήκες Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών», «... είπεν εις τους Βαλκανικούς πληρεξούσιους ότι όσοι εξ αυτών επιθυμούν να υπογράψουν, ως έχει, την Συνθήκην πρέπει να το πράξουν άνευ αργοπορίας. Οι μη διατεθειμένοι να υπογράψουν, το καλύτερο που μπορούν να κάνουν είναι να εγκαταλείψουν το Λονδίνο, διότι είναι ανωφελές να παραμένουν και να παρατείνουν τη συζήτηση, της οποίας το μόνο αποτέλεσμα είναι αναβολή ατέρμων. Όσοι υπογράψουν θα έχουν την ηθική ημών (ενν. των Βρετανών) συνδρομήν... »:
(Προσαρμόσαμε το κείμενο στα νέα ελληνικά).

Μπροστά στον κίνδυνο να δημιουργηθεί ανεξάρτητο αλβανικό κράτος σε βάρος βορειοηπειρωτικών εδαφών, οι κάτοικοι των περιοχών (της Β. Ηπείρου), κατέκλυσαν το Συνέδριο στο Λονδίνο με χιλιάδες τηλεγραφήματα διαμαρτυρίας. Σχετικό υπόμνημα, κατατέθηκε στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου από αντιπροσώπους των Βορειοηπειρωτών και συγκεκριμένα τους: Θεμιστοκλή Μπαχίμα (Δέλβινο), Βλάση Λέκκα (Χειμάρρα), Βασίλειο Ζούστη (Αργυρόκαστρο), Ιωσήφ Μπένια (Πρεμετή) και Πέτρο Ζάππα (Τεπελένι).

Βαρυσήμαντα υπομνήματα, έστειλαν ακόμα οι εκπρόσωποι των περιοχών: Δυρραχίου, Αυλώνας, Κορυτσάς, Βιγλίστας, Μοσχόπολης και Κολωνίας Βορείου Ηπείρου.
Οι Βορειοηπειρώτες ζήτησαν να παρουσιάσουν οι ίδιοι το υπόμνημα, κάτι που δεν έγινε δεκτό, μετά από επίμονη άρνηση του Ιταλού και του Βρετανού εκπροσώπου. Στο υπόμνημα, οι Βορειοηπειρώτες αποδείκνυαν με ατράνταχτα στοιχεία την ελληνικότητα της Ηπείρου και πέρα από την Αυλώνα και επισήμαιναν τον κίνδυνο μελλοντικών περιπλοκών από τη δημιουργία αλβανικού κράτους σε βάρος ελληνικών εδαφών.

Οι εκπρόσωποι των «μεγάλων δυνάμεων», δεν έλαβαν υπόψη τους για ευνόητους λόγους, την εθνική ταυτότητα του ντόπιου πληθυσμού αλλά μόνο τη γλωσσική του σύνθεση, με αποτέλεσμα περιοχές που κατοικούνταν από Έλληνες βλαχόφωνους, αλβανόφωνους κλπ. να
δοθούν στο (μελλοντικό) αλβανικό κράτος. Στο πλευρό της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας σε βάρος της χώρας μας, τάχθηκε και η Ρουμανία, ο πρεσβευτής της οποίας ζήτησε από τη Συνδιάσκεψη «... όπως πάσαι αι μεταξύ Ιωαννίνων, Μετσόβου, Γρεβενών, του όρους Γράμμου και Κορυτσάς χώρες, συσσωματωθούν μετά της Αλβανίας...». Τις θέσεις αυτές υποστήριξαν επίσης η Τουρκία και η Βουλγαρία...

Παράλληλα, η συνδιάσκεψη, αρνήθηκε την ελληνική πρόταση για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος στις περιοχές της Β. Ηπείρου, προκειμένου ν' αποφασίσουν οι ίδιοι οι κάτοικοι για το μέλλον τους. Δέχτηκε μόνο τη σύσταση επιτροπής έρευνας για τη σύνθεση του πληθυσμού με κριτήριο τη γλώσσα και αποκλειστικά για το νομό Αργυροκάστρου. Παράλληλα, ξεκίνησε το έργο της η Επιτροπή για τον ακριβή καθορισμό των ελληνοαλβανικών συνόρων. Τα μέλη της, ήταν οι:
Tierry (Γερμανία), Billinsky και Buchberger (Αυστροουγγαρία), Lallemand και Krayer (Γαλλία), Doughty – Wylle και King (Αγγλία), Labia και Gastoldi (Ιταλία) και Goudim Len Kovitch (Ρωσία), η οποία θα τελείωνε τις εργασίες της στις 30 Νοεμβρίου.

Ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής, υπήρχαν διαφωνίες για τον τρόπο εργασίας και την επιθεώρηση των καθορισμένων τόπων. Απ' όπου περνούσαν τα μέλη της Επιτροπής, οι κάτοικοι Χριστιανοί, Μουσουλμάνοι, ελληνόγλωσσοι, δίγλωσσοι και βλαχόφωνοι διαδήλωναν την ελληνικότητα και την επιθυμία για ένωσή τους με την Ελλάδα.

Κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτεμβρίου 1913, τα μέλη της Επιτροπής συγκεντρώθηκαν στο Μοναστήρι (σημ. Bitola της Fyrom) της Μακεδονίας για να πάρουν τις οριστικές αποφάσεις τους. Εκεί, προσπάθησαν να τους συναντήσουν αντιπροσωπείες από διάφορα μέρη της Β. Ηπείρου, όμως τα μέλη της Επιτροπής με το πρόσχημα ότι η αποστολή τους ήταν πολύ λεπτή, δεν δέχτηκαν καμία ελληνική αντιπροσωπεία.

Αντίθετα, δεν ήταν το ίδιο «λεπτή» η αποστολή της Επιτροπής, όταν επρόκειτο για αλβανικές αντιπροσωπείες. Συγκεκριμένα, ο Ιταλός Bittorio Labia, δέχτηκε τρεις φορές Αλβανούς με επικεφαλής τον τουρκικής καταγωγής Σουλεϊμάν Ντελβίνα (26, 28 και 29/9/1913), ενώ ο εκπρόσωπος της Αυστροουγγαρίας Billinsky, συναντήθηκε με την ίδια αντιπροσωπεία όπως και με δύο επιτροπές Τούρκων ψευτοαλβανών της περιοχής Κορυτσάς, υπό τον Σελίμ Μουσάι, απόγονο εξισλαμισμένων Σλάβων.

Την 1η Οκτωβρίου 1913, έφτασε στην Κορυτσά ο πρόεδρος της Επιτροπής, Άγγλος Doughty – Wylle και δύο μέρες αργότερα, πήγαν στην πόλη και οι υπόλοιποι συνάδελφοί του. Η Κορυτσά είχε ήδη επιδικαστεί στην Αλβανία και τα μέλη της Επιτροπής αποφάσισαν να συνεχίσουν την έρευνά τους στην περιοχή της Κολώνιας.

Οι κάτοικοι της Κορυτσάς, αντιλήφθηκαν τις προθέσεις τους και τους ζήτησαν να παραμείνουν έστω μια μέρα για να εξετάσουν την εθνική τους συνείδηση. Οι αντιπρόσωποι, προσπάθησαν να φύγουν εγκαταλείποντας τις αποσκευές τους! Περικυκλώθηκαν όμως από αδιαπέραστο τείχος γυναικόπαιδων και κατευθύνθηκαν στο Διοικητήριο, όπου τους υποδέχθηκε ο στρατιωτικός και πολιτικός διοικητής Παναγιώτης Κοντούλης.

Μπροστά από τον χώρο του Διοικητηρίου, στις 5/10/1913, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις του Ιταλού και του Αυστριακού αντιπροσώπου, τα μέλη της παρακολούθησαν την παρέλαση των 3.500 περίπου μαθητών των ελληνικών σχολείων της Κορυτσάς και στη συνέχεια την εντυπωσιακή παρέλαση 2.500 ενόπλων. Την ίδια μέρα όμως, οι εκπρόσωποι της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας, ξέφυγαν από την προσοχή του κόσμου και πήγαν στην Ερσέκα. Λίγες μέρες αργότερα και τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής, συνοδευόμενα από τον Έλληνα ίλαρχο Βασίλειο Μελά, έφτασαν στην Ερσέκα, όπου συνέχισαν τις εργασίες τους από τις 16/10/1913. Εκεί, τα μέλη της ίδιας Επιτροπής, βρέθηκαν μπροστά σε εκδηλώσεις χριστιανών και μουσουλμάνων που ζητούσαν την ένωσή τους με την Ελλάδα. 

Την ίδια περίοδο, μεγάλα συλλαλητήρια έγιναν σ' όλες τις μεγάλες πόλεις της Βόρειας Ηπείρου για ένωση με την Ελλάδα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Πολλά μέλη της Διεθνούς Επιτροπής, εξέφραζαν την αγανάκτησή τους για τη συμπεριφορά και τις επιδιώξεις των εκπροσώπων της Ιταλίας και της Αυστροουγγαρίας, οι οποίοι είχαν αποφασίσει να δημιουργήσουν μια «μεγάλη» (για τα δεδομένα του 1913) Αλβανία, η οποία δεν υπήρξε ποτέ στο παρελθόν ούτε ως έθνος, ούτε ως φυλή, ούτε ως κράτος. Ο Άγγλος συνταγματάρχης Murray, στις 25/11/1913 στην Κορυτσά, είπε προς τα μέλη της Επιτροπής, αγανακτισμένος και αηδιασμένος απ' όσα συνέβαιναν: «Δεν θέλω να γελοιοποιήσω τους κυρίους της Διεθνούς Επιτροπής, γιατί το σφάλμα δεν ήταν δικό τους αλλά των Μεγάλων Δυνάμεων, οι οποίες τους έφεραν σε τόσο δύσκολη κατάσταση».

Στις 27/11/1913, τα μέλη της Επιτροπής, συνεδρίασαν για τελευταία φορά στο Αργυρόκαστρο και στις 28/11/1913, αναχώρησαν για το Μπρίντεζι κι από εκεί για τη Φλωρεντία, όπου πάρθηκαν οι τελικές αποφάσεις για τη χάραξη των ελληνοαλβανικών συνόρων.
Εκεί, οι εκπρόσωποι της Γαλλίας και της Ρωσίας, οι οποίοι είχαν πειστεί για την τεράστια αδικία σε βάρος της Ελλάδας αντέδρασαν έντονα. Όμως, η επιμονή της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας με τη συνδρομή της Γερμανίας και η ανοχή της Μεγάλης Βρετανίας, είχαν σαν αποτέλεσμα να υπογραφτεί το περιβόητο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, το οποίο παραθέτουμε αυτούσιο στη συνέχεια, ίσως για πρώτη φορά στο διαδίκτυο.

  Πρωτόκολλον Φλωρενδίας, τη 17η Δεκεμβρίου 1913:
       «Περιγραφή: Η οροθετική γραμμή αναχωρεί εκ του σημείου (επί του Αυστριακού Χάρτου υψόμετρον 1738 Β.Α της Μάνδρας Νικολιτσάς), ένθα η μεσημβρινή μεθόριος του Καζά Κορυτσάς ενούται με την οφρύν του Γράμμου μέχρι Μαύρης Πέτρας. Κατόπιν διέρχεται δια των υψομέτρων 2.538 και 2.019 και φθάνει εις Γόλο. Εκείθεν αφού ακολουθήσει την διανομήν των υδάτων μέχρι του υψομέτρου 1.740, διέρχεται μεταξύ των χωρίων Ραδάτα και Κουρσάκα, διευθύνεται εις λόφον τον ευρισκόμενον ΒΑ του Κούκεσι, όθεν καταβαίνει όπως φθάσει εις Σαρανταπόρον. Ακολουθεί την κοίτην του ποταμού τούτου μέχρι της εκβολής του εις τον Αώον, όθεν φθάνει εις την κορυφήν του όρους Τούμπα, διερχομένη μεταξύ των χωρίων Δεπαλίτσα και Μεσσαρία και δια των υψομέτρων 1956 και 2.000.
      «Από της κορυφής του όρους Τούμπα η γραμμή διευθύνεται προς ανατολάς επί του υψομέτρου 1621, διερχομένη βορείως των Δρυμάδων.

      Κατόπιν ακολουθεί την διανομήν των υδάτων μέχρι του υψώματος του ευρισκομένου ΒΑ του χωρίου Επισκοπή. Εκείθεν διευθύνεται προς ανατολάς, ακολουθούσα την οφρύν μεταξύ Ραδάτης όπερ μένει εις την Αλβανίαν και Γεδοχάρ, όπερ μένει εις την Ελλάδα, καταβαίνει εις την Κοιλάδα του Δρίνου και, διαπερώσα του ποταμού, αναβαίνει επί του λόφου Κακαβιά, χωρίου, όπερ μένει εις την Αλβανίαν. Ακολουθεί αύθις την διανομήν των υδάτων, αφίνουσα την Βάλτιστα(σημ. Χαραυφή) και Καστάνιανην εις την Ελλάδα, την δε Κοσσοβίτσαν εις την Αλβανίαν και φθάνει εις Μουργκάναν, υψόμετρου 2.124. Εκείθεν φθάνει εις το όρος Στουγάρα και δια Βερτόη και του υψομέτρου 750 αφήνουσα την Γιανναρήν και Βέρβαν εις την Αλβανίαν, διέρχεται δια την υψομέτρων 1014, 675, 839 μ. διευθύνεται ΒΔ, αφήνουσα δε την Κονίσπολην εις την Αλβανίαν, ακολουθεί την οφρύν των λόφων Στύλου και Όρμπα, πριν ή δε φθάσει εις το υψόμετρον 254 μ. στρέφεται νοτίως και φθάνει εις τον όρμον της Πτελέας (Φτελιάς)».

Με το Πρωτόκολλο αυτό της Φλωρεντίας της 17/12/1913, οι Βόρειες περιοχές της Ηπείρου μετονομάστηκαν «Νότιος Αλβανία», οι δε Έλληνες Ηπειρώτες «Ελληνική Μειονότητα». Αξίζει να επισημάνουμε ότι την εγκληματική αυτή απόφαση των Μ. Δυνάμεων κατεδίκασε και ο ίδιος ο – τότε πρεσβευτής της Γερμανίας – Πρίγκηπας Λιχνόβσκι και μέλος της Πρεσβευτικής Διάσκεψης του Λονδίνου, ο οποίος στα απομνημονεύματά του, που δημοσιεύτηκαν το 1918, μεταξύ των άλλων αναφέρει και τα εξής: 

«Εις το μεγαλύτερο μέρος της Αλβανίας ο πολιτισμός είναι ελληνικής προελεύσεως. Εις το νότιο τμήμα της χώρας (Β. Ήπειρος), αι πόλεις είναι απολύτως ελληνικαί. Η προσάρτησις συνεπώς των «Αλβανών» τούτων, κατά το πλείστον Ορθοδόξων ή μουσουλμάνων εις την Ελλάδα ήτο η καλυτέρα και φυσικοτέρα λύσις».

Το βορειοηπειρωτικό ζήτημα, τα επόμενα χρόνια, θα το εξετάσουμε σε ξεχωριστό άρθρο. Ωστόσο, πρέπει να αναφέρουμε, ότι η αμφισβήτηση των ελληνοαλβανικών συνόρων, συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια.

Στις 9/11/1921, η Πρεσβευτική Διάσκεψη αποφάσισε την οριστική ενσωμάτωση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία. Η απόφαση υπογράφτηκε από τους αντιπροσώπους των κυβερνήσεων Μ. Βρετανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ιαπωνίας, οι οποίοι «αναγνώρισαν ένα συρφετό ληστών, δολοφόνων και παντοειδών κακούργων» (έτσι τους αποκαλούσε μέχρι το τέλος της Διάσκεψης ο Γάλλος αντιπρόσωπος), ως «συντεταγμένον, κυρίαρχον και ανεξάρτητον κράτος», με βάση το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας (17/12/1913).

Με την απόφαση της ίδιας Πρεσβευτικής Διάσκεψης, αποφασίστηκε η σύσταση διασυμμαχικής τετραμελούς επιτροπής για τη διαχάραξη των νοτίων και νοτιοανατολικών συνόρων της Αλβανίας.

Η επιτροπή αυτή, είχε επικεφαλής τον Ιταλό στρατηγό Tellini (Τελίνι). Η δολοφονία του Τελίνι και της ακολουθίας του από αγνώστους κοντά στην Κακαβιά στις 27/8/1923 (σχετικό άρθρο στο protothema.gr στις 28/8/2016), είχε σαν αποτέλεσμα να διακοπούν οι εργασίες της.

Στα τέλη Μαρτίου 1924, η επιτροπή τελικά ολοκλήρωσε τις εργασίες της και υπέβαλε το πόρισμά της στην Πρεσβευτική Διάσκεψη, η οποία, μετά από πιέσεις της Ιταλίας, στις 19/4/1924, ανακοίνωσε στον Έλληνα πρεσβευτή στο Παρίσι, ότι η Ελλάδα έπρεπε να δώσει στην Αλβανία, εκτός της Βορείου Ηπείρου, και πρόσθετο ελληνικό έδαφος κοντά στις Πρέσπες!
ΤΑ 14 ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΊΑΣ ΠΟΥ ΔΟΘΗΚΑΝ ΣΤΗΝ ΑΛΒΑΝΙΑ
ΤΟ 1924 – Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΠΟΥ «ΕΙΣΕΠΡΑΞΕ» Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
ΕΛ. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ ΟΤΑΝ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΖΗΤΗΣΕ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΑΦΟΥΝ
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΑΥΤΑ

Η περιοχή αυτή, που με υπόδειξη της Ιταλίας δόθηκε στην Αλβανία, βρίσκεται, όπως είπαμε  κοντά στις Πρέσπες. Έτσι, 14 ελληνικά χωριά που από το 1912 βρισκόταν υπό ελληνική διοίκηση, παραχωρήθηκαν στην Αλβανία.

Το εντυπωσιακό είναι, ότι στο διαδίκτυο ΜΟΝΟ στο florina-history.blogspot.gr, βρήκαμε πρόσθετα στοιχεία. Στα, αρκετά, βιβλία που διαθέτουμε, γραμμένα από διαπρεπείς ιστορικούς, δεν υπάρχει αναφορά σ' αυτή την παραχώρηση, εκτός από το «ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ», η συνεχιζόμενη ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ του ΒΑΣ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ (Χρήστου Ρήγα).

Στο σάιτ λοιπόν που αναφέραμε παραπάνω, διαβάζουμε ότι:
«Την ίδια εποχή (1924), παραχωρήθηκαν από την Ελλάδα, τα παρακάτω 14 χωριά της περιοχής Φλώρινας – Καστοριάς με αμιγή μουσουλμανικό πληθυσμό στην Αλβανία για διόρθωση (sic) των συνόρων των δύο χωρών: Άνω Γκορίτσα, Βερνίκι, Γκλομποτσάνη, Ζαγραδέτσι, Ζαρόσκα, Καπέστιτσο, Κάτω Γκορίτσα, Λέσκα, Πούστετς, Ρακίτσα, Σούλεν, Σούετς, Τέρστενικ και Τσέριε.

Με λίγα λόγια δηλαδή, επειδή δεν κατοικούσαν σε αυτά τα χωριά καθόλου χριστιανικοί πληθυσμοί, τα ... χαρίσαμε στην Αλβανία!!!».

Επειδή κάποιοι θα σκεφτούν ότι τα περισσότερα από τα χωριά αυτά δεν έχουν ελληνικά ονόματα, να σημειώσουμε ότι πάρα πολλά χωριά της Θράκης, της Μακεδονίας και της Ηπείρου, που ενσωματώθηκαν στην Ελλάδα μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, είχαν ξενικά ονόματα. Το 1928, τα ονόματα αυτά άλλαξαν και αντικαταστάθηκαν από ελληνικά. Πάντως, σε καμία περίπτωση η γλώσσα ή το θρήσκευμα των κατοίκων κάποιων περιοχών, δεν μπορούν να αποτελούν κριτήριο για τον καθορισμό των συνόρων μεταξύ δύο χωρών.

Τα χωριά που αναφέραμε παραπάνω, καταλήφθηκαν από τα στίφη Τουρκαλβανών που συγκροτούσαν τον αλβανικό στρατό στις 30/10/1924.

Μερικά χρόνια αργότερα, ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος, ως Υπουργός Εξωτερικών επιδιώκοντας την επανάκτησή τους, μετά από εντολή του πρωθυπουργού, τότε, Ελευθέριου Βενιζέλου, απευθύνθηκε στον Γάλλο Υπουργό Εξωτερικών Μπριάν (Aristide Briand), τιμημένο με Νόμπελ Ειρήνης το 1926 μάλιστα, και πήρε την εξής κυνική απάντηση:
«Μην ανησυχείτε κύριε Μιχαλακόπουλε! Ασφαλώς θα βρεθεί κάποια λύση. Ή θα δοθούν τα χωριά σε εσάς και οι κάτοικοι τους εις τους Αλβανούς ή θα δοθούν τα χωριά στους Αλβανούς και σε εσάς οι κάτοικοι»...

Ο Βασ. Γεωργίου, στο βιβλίο που αναφέραμε παραπάνω, γράφει ότι αυτό έγινε στις 20/8/1927.
Όμως τότε δεν υπήρχε κυβέρνηση Βενιζέλου. Πιθανότατα, αυτό έγινε το 1929, όταν πρωθυπουργός ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, Υπουργός Εξωτερικών (από 6/7/1929) ο Ανδρέας Μιχαλακόπουλος και ο Μπριάν ήταν Υπουργός Εξωτερικών. (Μάλιστα από 29/7/1929 ως 22/10/1929, ο Μπριάν ήταν και πρωθυπουργός).

Η οριστική επιδίκαση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία, επικυρώθηκε στις 27/11/1925 με το Δεύτερο Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, που υπογράφτηκε από τους:
Στρατηγό Pietro Cazzera (Ιταλός), Συνταγματάρχη I.A. Ordioni (Γάλλος), Αντισυνταγματάρχη F. Giles (Βρετανός) και τον Έλληνα  Αντισυνταγματάρχη Χρήστο Αβραμίδη.

                    ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΣΕ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

Η παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία, πυροδότησε σφοδρές αντιδράσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Είναι γνωστή η κήρυξη της Αυτονομίας της Β. Ηπείρου τον Φεβρουάριο του 1914, ο ένοπλος αγώνας των Βορειοηπειρωτών εναντίον του νεοσύστατου αλβανικού στρατού ο οποίος κατευθυνόταν από Ιταλούς και Ολλανδούς αξιωματικούς και το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας που υπογράφτηκε στις 5 Μαΐου 1914. Τα γεγονότα που ακολούθησαν θα τα εξετάσουμε, όπως αναφέραμε, σε μελλοντικό άρθρο.

Ας δούμε όμως τι έγραψαν κάποιοι ξένοι για την προσάρτηση της Β. Ηπείρου στην Αλβανία.
Ο Γάλλος διπλωμάτης και δημοσιογράφος Ρενέ Πιό (1883-1951), γνωστός μας κι από το άρθρο για το «Κρυφό Σχολειό», στον πρόλογο του βιβλίου του «Η Δυστυχισμένη Ήπειρος», γράφει:
«Η Ευρώπη πρόκειται να επιτρέψει τη διάπραξη ενός εγκλήματος και η τύχη των μερών της Β. Ηπείρου θα έχει ήδη κανονιστεί. Οι Μεγάλες Δυνάμεις, υποκλινόμεναι προ των ιταλικών ορέξεων θα έχουν παραχωρήσει εις το υποθετικό βασίλειον της Αλβανίας εδάφη κατοικημένα από Έλληνες πατριώτες, παραδίδουσαι αυτούς εις την τυραννίαν των Αλβανών... Η Ιταλία ζητούσα να κάμει την Αλβανίαν όσο το δυνατόν μεγάλην, προς μόνον σκοπόν να τη μοιραστεί αργότερα με την Αυστροουγγαρίαν, νομίζοντας ότι η συνένοχός της θα την αφήσει να εγκατασταθεί εις τον Αυλώνα και να τον κάμει πρωτεύουσα της «Ιταλικής αποικίας εις Αλβανίαν».

Ο Γάλλος, τότε πρωθυπουργός , Κλεμανσό, έγραφε στην παρισινή εφημερίδα «L' Homme Libre» («Ελεύθερος Άνθρωπος»), τα εξής συγκλονιστικά:
«Ιδού 350.000 αληθινοί Έλληνες διανεμόμενοι εις χωρία των οποίων και μόνο τα ονόματα δηλώνουν την ελληνικήν καταγωγήν. Κατόρθωσαν να κρατήσουν την εθνικότητα των εναντίον των Τούρκων και όταν έφθασαν τα ελληνικά στρατεύματα προς απελευθέρωσίν των εκ του Οθωμανικού ζυγού, τους είπον και τους επανέλαβον ότι τώρα ήτο οριστική η αποκατάστασίς των εις την πατρίδα. Διότι αρχικώς θέμα της κυβερνήσεως των Αθηνών και της διπλωματίας της ήτο η επιστροφή ολοκλήρου της Ηπείρου στην Ελλάδα. Και ξαφνικά, χωρίς καμιά προπαρασκευήν, χωρίς να λάβουν δια τους δυστυχείς αυτούς πληθυσμούς καμίαν εγγύησην ...  καληνύχτα σας, αγαπητοί συμπατριώται και καλήν τύχην με τους ληστάς Αλβανούς!!»
Ζορζ Κλεμανσό, Γάλλος πολιτικός (1841-1929)
Κλείνοντας, αναφέρουμε το Υπόμνημα της 11/23.9.1828, που υπέβαλε ο Ιωάννης Καποδίστριας, επωφελούμενος κι από τον ρωσοτουρκικό πόλεμο. Μ' αυτό, ο Κυβερνήτης, έθετε το ζήτημα των συνόρων σε «μάλιστα συνεσταλμένα όρια» από τον κόλπο του Βόλου (Παγασητικός) ως τις Σαγιάδες (Θεσπρωτίας), παρότι φυσικότερη και προσήκουσα οροθεσία  θα ήταν από τον Θερμαϊκό έως τον Πάνορμο της Χειμάρρας, στην Αδριατική, βάσει γεωφυσικών, δημογραφικών και πολεμικών επιχειρημάτων.
(D.C. Fleming, John  Capodistrias and the Conference of London, 1828-1831 IMXA, Θεσσαλονίκη 1970).
Το υπόμνημα έφερε αποτελέσματα, καθώς προς τον Βορρά, η ελληνική μεθόριος καθοριζόταν από τη λεγόμενη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού. Μετά από 85 χρόνια και δύο νικηφόρους πολέμους, πανηγυρίζαμε γιατί τα σύνορα της χώρας μας έφτασαν στα βορειοδυτικά, εκεί που βρίσκονται μέχρι σήμερα...



ΠΗΓΕΣ: K.A. Βακαλόπουλου, «ΗΠΕΙΡΟΣ», εκδ. ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ,ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992
Βασ. Γεωργίου, «ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ, η συνεχιζόμενη ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ», εκδόσεις Ε. ΡΗΓΑ
«Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ», Γιώργος Γεωργής (επιμέλεια), εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 2015
Protokolli i Firences (1913 dhe 1924) dhe 14 fshatrat e Maqedonisë (jo kësaj të sotmes) që ja falëm Shqipërisë më 1924-ën


Na Konferenca e Londrës në Protokollin e Firences – teksti o plotë – Caktimi përfundimtar i kufijve shqiptaro-grek me Protokollin e dytë të Firences- Fshatrat e Follorinë që ju falën Shqipërisë më 1924 dhe i kërkuam të na i kthenin (!) pak vite më vonë- Çfarë shkruan dipllomatët e huaj.


Mardhëniet shqiptaro-greke, gjenden vazhdimisht në skenë gjatë viteve të fundit, kryesisht për shkak të klithmave të rrezikshme dhe pa bazë historike të fqinjëve por dhe të vizioneve të tyre për krijimin e “Shqipërisë së Madhe”.
Do të karakterizonim Shqipërinë, një “rrëmujaxhi të vogël të Ballkanit”. “Rrëmujaxhiu i madh i Ballkanit” sigurisht dhe pa kundërshtar është Turqia, e cila është dhe motivuesi e shpesh mbështetësi i shqiptarëve në planet e tyre të zgjerimit.

Por si u caktuan kufijtë shqiptaro-grek?
Nga cilat dokumenta caktohen kufijtë shqiptaro-grek në Epir?

Protokolli i Firences (17.12.1913), ndoshta për herë të parë shfaqet në internet. Për të ditur se ku shkelim dhe të shohim se edhe njëherë tjetër Greqia u gjend e “hedhur” e vetme në dëshirat dhe dispozitat e të fortëve të asaj kohe...



Marrveshja e Londrës 30.05.1913 – Ngjarjet deri në Protokollin e Firences (17.12.1913)


Italia dhe Austrohungaria, fuqitë e mëdha të shek. të 20-të, tregonin një interes të veçantë për zhvillimet në Gadishullin Ballkanik gjatë Luftërave Ballkanike.


Më 31 Dhjetor 1912, nënshkruan një marrveshje të fshehtë për ndarjen e Shqipërisë dhe zonat e tyre të influencës. Kjo marrveshje, u rikonfirmua në Romë me nënshkrimin e marrveshjes së 8 Majit 1913. Austrohungaria, e konsideronte Shqipërinë si një “zonë të veçantë ndikimi”, ndërsa Italia tregonte një interes të veçantë dhe për portin strategjik të Vlorës i cili mbizotëron në të gjithë Adriatikun dhe është veçse 100 km nga brigjet italiane.

Me bazë Marrveshjen e Paqes të Londrës, të 30 Majit të 1913, iu ngarkua Fuqive të mëdha caktimi i kufijve të Shqipërisë dhe më 29 Korrik të të njejtit vit, konferenca e ambasadorëve përfundoi me Protokollin e Londrës dhe shpalljen e Shqipërisë në një shtet të pavarur, por pa caktuar kufijtë e saj.


Greqia, nëse në fillim u gjet e papërgatitur dhe nuk paraqiti propozime të plota, këmbënguli në vazhdim për rregullimin e menjëhershëm të çështjeve kombëtare e jetike të Epirit të Veriut. Si përfundim, ju nënshtrua shantazhit të drejtpërdrejtë të Ministrit të Jashtëm të Bretanisë së Madhe Edward Grey (1862-1913), i cili, siç shkruan S Andonopoulos në librin e tij “Marrveshjet e Londrës, Bukureshtit dhe Athinës, “ .... iu tha të plotfuqishmëve Ballkanikë se ata sa dëshirojnë ta nënshkruajnë, siç është, Marrveshjen duhet ta bëjnë pa vonesa të mëtejshme. Ata që nuk kanë dëshirë që ta nënshkruajnë, gjëja më e mirë që mund të bëjnë është të braktisin Londrën, sepse është e padobishme të qëndrojnë dhe të zgjatin bisedën, rezultat i vetëm i  sëcilës është shtyrja e pafrutëshme. Ata sa do të nënshkruajnë do të kenë mbështetjen tonë (Britanike) morale...”:  ( Teksti i përshtatur)




Para rrezikut që të krijohej një vend i pavarur shqiptar në kurriz të territoreve vorioepirote, banorët e këtyre zonave ( të Epirit Verior), mbushën Konferencën e Londrës me mijëra telegrame ku shprehej indinjata e tyre. Një deklaratë e tillë u dërgua në Londër nga përfaqësuesit e Vorioepirotëve dhe përkatësisht: Themistokli Bahima (Delvinë), Vlashi Lekka (Himara), Vasil Zhusti (Argjirokastro), Josif Benjia (Përmet) dhe Petro Zhapa (Tepelenë).


Deklarata të rëndësishme dërguan gjithashtu dhe përfaqësuesit e zonave: Durrës, Vlorë, Korçë, Bilisht, Voskopojë dhe Kolonjë e Vorioepirit.
Voriepirotët kërkuan që të dorëzonin ata vetë deklaratat, gjë e cila nuk u pranua, pas këmënguljes së fortë të përfaqësuesit Britanik dhe Italian. Në deklaratë, vorioepirotët  paraqitën argumenta të padiskutueshëm për identitetin helen të Epirit dhe përtej Vlorës dhe theksuan rrezikun e problemeve të ardhme që do të krijoheshin nga krijimi i shtetit shqiptar në dëm të territoreve helene.



Përfaqësuesit e “fuqive të mëdha”, nuk  morën parasysh për arsye që kuptohen, identitetin e popullatës lokale por vetëm përbërjen e tyre gjuhore, me rrjedhim zona që banoheshin nga Helenë, vllahofonë, shipfolës etj, që t’i jepeshin shtetit të ardhshëm shqiptar.
Në krah të Shqipërisë dhe të Austrohungarisë në dëm të vendit tonë, u rëndit Rumania, ambasadori i së cilës kërkoi nga Konferenca “... që të gjitha ndërmjet Janinës, Metsovos, Grevenasë, të Malit Gramoz dhe vende të Korçës të kalojnë në shtetin Shqiptar...” Këto propozime i mbështeti dhe Turqia me Bullgarinë.....




Paralelisht, konferenca, nuk pranoi propozimin helen për kryerjen e një referendumi në zonat e Epirit të Veriut, në mënyrë që të vendosin vetë banorët për të ardhmen e tyre.

Pranoi vetëm krijimin e një Komisioni të përbërë i cili do të analizonte përbërjen e popullatës me kriter gjuhën dhe vetëm për zonën e Argjirokastrës. Paralelisht  filloi punëne  tij ky Komision për përcaktimin e kufijëve shqiptaro-grekë.
Anëtarët e këtij Komisioni ishin:
Tierry (Gjermania), Bilinsky dhe Bucheberger (Austrohungaria), Lallemand dhe Krayer (Franca), Doughty-Wylle dhe King (Anglia), Labia dhe Gastoldi (Italia) si dhe Goudim Len Kovitch (Russia), puna e të cilit do të përfundonte më 30 Nëntor.

Ndërmjet anëtarëve të komisionit ekzistonin mjaft mosmarrveshje në lidhje me mënyrën e punës dhe inspektimin e vendeve të caktuara. Nga vendet ku kalonte komisioni, banorët e krishterë, myslymanë, greqishtfolës, dygjuhësh dhe vllahofonë deklaruan identitetin e tyre helen dhe dëshirën e tyre për bashkimin me Greqinë.


Gjatë pesëmbëdhjetëditëshin e dytë të Shtatorit 1913, anëtarët e Komisionit u mblodhën në Manastir (Sot Bitola) të Maqedonisë  që të merrnin vendimet e tyre përfundimtare. Atje u përpoqën që të takonin përfaqësitë nga vende të ndryshme të Epirit Verior, por anëtarët e Komisionit me pretekstin se misioni i tyre ishte mjaft delikat nuk pranuan asnjë përfaqësi greke.



Në të kundërt nuk ishte dhe kaq shumë delikate puna e Komisionit për përfaqësitë shqiptare. Më konkrretisht, italiani Bittorio Labia, pranoi tre herë shqiptarët me udhëheqës turkun Sulejman Delvina (26,28 dhe 29/9/1913), ndërsa përfaqësuesi i Austrohungarisë  Billinsky, u  takua me përfaqësinë si dhe me dy komisione turqsh, pseudoshqiptarësh të zonës së Korçës, me udhëheqës Selim Musain, pasaardhës sllavësh të konvertuar.



Në 1 Tetor 1913, mbërriti në Korçë, kryetari i Komisionit, anglezi Doughty- Wylle dhe dy ditë më vonë, shkuan në qytet dhe kolegët e tij. Korça ishte tashmë dënuar të ishte pjesë e Shqipërisë dhe anëtarët e Komisionit vendosën që të vazhdonin kërkimin e tyre në zonën e Kolonjës.


Banorët e Korçës, kuptuan predispozitat e tyre dhe ju kërkuan që të qëndronin qoftë dhe një ditë për të analizuar ndërgjegjien e tyre kombëtare. Përfaqësuesit, u përpoqën që të largoheshin duke braktisur bagazhet e tyre! Por, u rrethuan nga një murr i pakalueshëm me gra e fëmijë dhe u drejtuan tek Komandatura ku dhe i priti udhëheqësi politik dhe ushtarak Panajot Konduli.


Para ambientit të komandanturës, më 5/10/1913, mgjth reagimet e ashpra të përfaqësuesit italian dhe Austrohungarez, anëtarët e komisionit ndoqën paradën, e përafërsisht 3500 nxënësve të shkollave helene të Korçës dhe në vazhdim paradën impresionuese e 2.500 armëmbajtësve. Por, në të njejtën ditë, përfaqësueist e Italisë dhe Austrohungarisë, i shpëtuan vemendjes së njerëzve dhe shkuan në Ersekë. Pak ditë më vonë dhe anëtarët e tjerë të Këshillit, të shoqëruar nga oficeri grek Vasil Mela, mbërritën në Ersekë, ku dhe vazhduan punimet e tyre nga 16.10.1913. Atje, anëtarët e Komisionit, u gjendën përballë me demostrimet e të krishterëve dhe myslymanëve që kërkonin bashkimin e tyre me Greqinë.




Në të njejtën kohë, demostrata të mëdha u zhvilluan në të gjitha qytetet e Epirit të Veriut për bashkimin me Greqinë, pa asnjë rezultat. Shumë anëtarë të Komisionit Ndërkombëtar, shprehën indinjatën e tyre për sjelljen dhe qëllimet e përfaqësuesve të Italisë dhe Austrohungarisë, të cilët kishin vendosur që të krijonin (duke pasur parasysh të dhënat e 1913-ës) Shqipërinë e “madhe”, e cila kurrë më parë në të kaluarën nuk ekzistonte as si komb as si fis as si shtet. Koloneli Anglez Murray më 25.11.1913 në Korçë, duke ju drejtuar komisionit, me indinjatë dhe pështirosje për ato sa ndodhnin ju tha: “Nuk dua që t’i bëj të duken qesharakë zotërinjtë e Komisionit Ndërkombëtar, sepse faji nuk ishte i tyre por i Fuqive të Mëdha, të cilat i sollën në situatë kaq të vështirë”.




Më 27.11.1913, anëtarët e Komisionit, u mblodhën për herë të fundit në Argjirokastër dhe më 28.11.1913, u nisën për në Brindezi dhe që atje në Firence, ku dhe u morën vendimet e përfundimtare për caktimin e kufijve shqiptar-grekë.
Atje, përfaqësuesit e Francës dhe të Rusisë, të cilët ishin bindur për padrejtësinë madhe në dëm të Greqisë reaguan ashpër.
Por, këmbëngulja e Austorhungarisë dhe Italisë me ndihmën e Gjermanisë dhe tolerimin e Britanisë së Madhe, kishin si rezultat që të nënshkruhej Protokolli i famshëm i Firences, të cilin po e shkruajmë siç ishte në vazhdim, ndoshta për herë të parë në Internet.



Protokolli i Firences, më 17 Dhjetor 1913:
“Përshkrim: Vija ndarëse fillon nga pika (mbi hartën Austriake lartësia 1738 V.L të Mandrës Nikolicës), ku dhe mesi i kufirit të Kazasë së Korçës bashkohet me vijën e Gramozit deri në Guri i Zi. Më pas kalon nga lartësia 2538 dhe 2019 dhe arrin në Golo. Atje pasi ndjek ndarjen e ujrave deri në lartësinë 1.740, kalon ndërmjet dy fshatrave Radhata dhe Kursaka, drejtohet për nga kodra që gjendet në V.L të Kukesit, kud he zbret për të arritur në Sarandopor. Vazhdon në shtratin e këtij lumi deri në deri në derdhjen e Vjosës, ku dhe arri në majën e malit Tumba, duke kaluar ndërmjet fshatrave Dhepalica dhe Messaria dhe nëpërmjet 1956 dhe 2000.


“Nga maja e malit Tumba vija shkon drejt lindjes në lartësinë 1631 duke u kaluar në veri të Dhrimadhës.






Më pas vjen ndarja e ujrave deri në lartësinë që gjendet në V.L të fshatit Episkopi.
Atje drejtohet për nga lindja duke ndjekur pjesën e jashtme ndërmjet Radhatis e cili  mbetet në Shqipëri dhe Gjedhoharit i cili i mbetet Greqisë, zbret poshtë në Fushën e Drinit dhe duke kaluar lumin ngjitet mbi kodrën e Kakavijës, fshatit i cili i mbetet Shqipërisë. 
Pason ndarja e ujrave, e cila i le Kastanianinë Greqisë dhe Kossovicën Shqipëriës dhe mbërrin në Murgana, lartësia 2.124 m. Atje arrin në malin Stugara dhe nëpërmjet Vertoi dhe lartësisë 750  i jep Janarin dhe Vervan Shqipërisë, kalon nga lartësia 1014, 675, 839 m, drejtohet në V.P duke i lënë Konispolin Shqipërisë, ndjek linjën e kodrave Stilu dhe Orba para se të arrijë në lartësinë 254 m. Kthehet në jug dhe arrin në gjirin e Pteleas (Ftelias)”.






Me këtë Protokoll të Firences më 17/12/1913. Zonat Veriore të Epirit u quajtën “Shqipëria Jugore” ndërsa Helenët e Epirit u quajtën “Minoriteti Helen”. Ja vlen të theksojmë se ky vendim kriminal i Fuqive të Mëdha dënoi dhe ai vetë – ambasadori i Gjermanisë- Princi Lihnovski, anëtar i Koferencës së Ambasadorëve në Londër i cili në kujtimet e tij , të cilat u botua më 1918-ën shkruan ndër të tjera:




“Në shumicën e Shqipërisë kultura ka prejadhje helene. Në pjesën jugore të vendit (Epirit të Veriut), qytetet janë plotësisht helene. Aneksimi pra i këtyre “shqiptarëve”
në shumicën e tyre orthodhoksë ose myslymanëve në Greqi ishte zgjidhja më e mirë natyrale”.


Çështja e vorioepirit, gjatë viteve në vazhdim, do ta analizojmë në një artikull tjetër të veçantë. Ndërkaq, duhet të përmendim se venia në diskutim i kufijve shqiptaro-grek, u vazhdua në vitet në vijim.

Në vitin 9/11/1921, Konferenca e Ambasadorëve vendosi aneksimin e plotë të Epirit të Veriut tek Shqipëria. Ky vendim u nënshkrua nga përfaqësuesit të qeverive të Britanisë së Madhe, Italisë, Francës dhe Japonisë, të cilët “njohën një grup hajdutësh, vrasësish dhe të gjitha llojet e keqbërësve” (kështu i quante deri në fund të Konferencës përfaqësuesi Francez), si “ shtet kushtetues, mbizotërues dhe të pavarur”, me bazë Protokollin e Firences (17/12/1913).




Me vendim të të njejtës Konferencë të Ambasadorëve, u vendos themelimi i  komisionit ndëraleat me katër anëtarë për caktimin e kufijve juglindorë të Shqipërisë.

Ky komision, kishte në krye gjeneralin italian Tellini. Vrasja e Telinit dhe të shoqërisë së tij nga njerëz të panjohur në Kakavijë më 27/08/1923 kishte si rezultat të ndërpriteshin punimet e tij.




Në fund të marsit të 1924-ës,  këshilli si përfundim përfundoi punimet e tij dhe dorëzoi raportin e saj në Konferencën e Ambasadorëve, e cila pas presioneve të Italiës, më 19/4/1924 i shpalli ambasadorit Grek në Paris, se Greqia duhet t’i japë Shqipërisë përveç Epirit të Veriut dhe pjeës tjetër të territorit helen në Prespë!


14 FSHATRAT E MAQEDONISË QË JU DHANË SHQIPËRISË
1924 – PËRGJIGJIA QË “MORI” QEVERIA E VENIZELOS KUR MË VONË KËRKOI QË T’I KTHEHESHIN GREQISË KËTO FSHATRA.

Kjo zonë, e cila pas propozimeve të Italisë ju dha Shqipërisë, gjendet, siç thamë pranë Prespës. Kështu, 14 fshatra grekë nga 1912 gjenden nën juridiksionin grek, iu dhanë Shqipërisë.

Ajo që është impresionuese,  është se në një faqe në internet florina-history.blogspot.gr, gjetëm elementë shtesë. Në librat e shumtë që ne disponojmë, të shkruara nga historianë të njohur, nuk ekzistojnë të dhëna mbi këtë dorëzim territori, përveç “Vorio Epirit”, tragjedia e vazhdueshme Kombëtare të Mbretit Gjergj (Kristo Riga).
Në faqen pra që përmendëm më lart, lexojmë se:
“Në të njejtën epokë (1924), u falën nga Greqia, 14 fshatrat e mëposhtëm Follorinë – Kostur me popullat myslymane, Shqipërisë për korrigjuar kufijtë ndërmjet dy vendeve: Gorica e sipërme, Verniki, Globoçana, Zagradheci, Zaroshka, Kapështica, Gorica e poshtme, Leska, Pustec, Rakicka, Sulenj, Suec, Trestenik dhe Cërrie.




Me pak fjlaë pra në këto fshatra nuk banonte asnjë lloj popullate e krishter dhe ja falëm Shqipërisë!!!”.


Disa do të mendojnë e do të thonë se shumica e këtyre fshatrave skanë as emërtime greke, por, le të shënojmë këtu që shumë fshatra të Thrakës, të Maqedonisë dhe të Epirit, që u instaluan në Greqi pas luftërave Ballkanike, kishin emërtime të huaja. Më 1928-ën këto emra u ndryshuan dhe u zvendësuan me emërtime greke. Mgjth atë, në asnjë rast gjuha ose feja e banorëve të disa zonave, nuk mund të përbëjnë kriter për caktimin e kufijve ndërmjet dy vendeve.




Fshatrat që përmendëm më sipër  u pushtuan nga stiva turko-shqiptarësh  që krijuan ushtrinë shqiptare më 30 10 1924.

Disa vite më vonë Andrea Mihalakopoulo, si Ministër i Jashtëm duke pasur dëshirë rimarrjen e tyre, pas urdhërit të kryeministrit, atëhere, Elefther Venizelos, ju drejtua Ministrit të Jashtëm Brian (Aristide Briand) i nderuar me çmimin Nobel për Paqen më 1926 , ku dhe mori përgjigjen cinike të mëposhtme:

“Mos u shqetësoni z Mihalakopoule! Me siguri do të gjendet një zgjidhje. Ose do t’iu jepen fshatrat juve dhe banorët e tyre shqiptarëve ose do t’iu jepen fshatrat shqiptarëve dhe juve banorët”....


Mbreti Gjergj, në librin që përmendëm më lart, shkruan se kjo ndodhi më 20.08.1927.
Por atëhere nuk ekzistonte qeverei Venizoloje. Me sa ka mundësi, kjo ndodhi në vitin 1929 kur kryeministër ishte Elefther Venizelos, Ministër i Jashtëm nga (6/7/1929) Andrea Mihalakopoulo dhe Briani ishte Ministër i Jashtëm. (Bile 29.7.1929 si 22.10.1929, Briani ishte Kryeministër).


Mbylllja përfundimtare e çështjes së V Epirit në Shqipëri u vulos, më 27 11 1925 me Protokollin e dytë të Firences, i cili  u nënshkrua nga : Gjenerali Pietro Cazzera (Italian), Kolonel I.A Ordioni (Francez), Nënkolonel F Giles (Britanik) dhe Nënkolonelin Grek Kristo Avramidhi.



REAGIMET NË GREQI DHE JASHTË SAJ



Dorëzimi i Epirit Verior, Shqipërisë, shkaktoi reagime të forta në Greqi dhe jashtë saj. Është e njohur shpallja e pavarësisë së Epirit të Veriut në shkurt të 1914-ës, beteja me armë e Voriepirotëve kundër shtetit të ri të sapothemeluar  i cili drejtohej nga oficerët italianët dhe hollandezët  dhe Protokollin e Korfuzët që u nënshkrua në 5 Maji 1914. Ndodhitë që pasuan do t’i analizojmë siç thamë në artikullin e ardhshëm.

Por le të shikojmë se çfarë shkruan disa  të huaj në lidhje me aneksimin e Epirit të Veriut tek Shqipëria.




Dipllomati Francez dhe gazetari  Rene Pio (1883-1951), i njohur tek ne nga artikulli për “Shkollën e fshehur”, në parathënien e  librit të tij  “I Mjeri Epir”, shkruan:


“Europa do të lejojë kryerjen e një krimi dhe fatin e vendeve të Epirit të Veriut  do të kenë rregulluar tashmë. Fuqitë e Mëdha, duke ju përulur orekseve italiane do të kenë dorëzuar tek Mbretëria e supozuar Shqiptare territore të banuar nga patriotët Helenë, duke i dorëzuar kështu ata në tiraninë e Shqiptarëve... Italia duke kërkuar që të bëjë Shqipërinë sa të jetë e mundur më të madhe, me qëllim të vetëm që ta ndajë më vonë me Austrohungarinë, duke kujtuar se bashkëfajtori i saj do ta lejonte që të vendosej në Vlorë dhe ta bënte kryeqytetin e “Kolonisë Italiane në Shqipëri”.



Kryeministri francez, Klemanso, shkruante tek gazeta pariziane “L’ Homme Libre” (Njeriu i Lirë),  këto fjalë tronditëse që po shkruajmë më poshtë:

“Ja 350000 Helenë të vërtetë të ndarë në fshatra të cilat vetëm emrat e tyre deklarojnë origjinën e tyre helene. Ja dolën të ruanin kombësinë e tyre përballë turqve dhe kur arritën forcat ushtarake helene, për t’i çliruar nga zgjedha Osmane, iu thanë se ishte tashmë përfundimisht do të ishin pjesë e atdheut. Sepse në fillim çështje e qeverisë së Athinës dhe e dipllomacisë së saj ishte kthimi i të gjithë Epirit, Greqisë. Papritur, pa asnjë parapërgatitje, pa marrë për këto popullata të mjera asnjë garanci ..... natërn e mirë të dashur bashkëpatriotë dhe fat të mbarë me hajdutët shqiptarë!!!” Zhorzh Klemanso Politikan Francez (1841-1929).
 

 


Për ta mbyllur, po përmendim dhe Raportin të 11/23.9.1828 të cilën dorëzoi Joan Kapodhistria, duke përfituar nga lufta ruso-turke. Më këtë ky Guvernator, ngrinte çështjen e kufijve “bile kufij të tërhequr” që nga gjiri i Volos (Pagasitikos) deri në Sajadhës (Thesproti), mgjth se kufiri më i saktë dhe natyral do të ishte nga Gjiri Thermaiko deri në Panormo të Himarës në Adriatik, duke përdorur argumenta, gjeografikë, demografikë dhe luftarakë.


 (D.C. Fleming, John  Capodistrias and the Conference of London, 1828-1831 IMXA, Thessaloniki 1970).
Ky raport solli rezultate, pasi për nga Veriu, kufiri helen caktohej nga e quajtura linja Ambrakike –Pagasitike. Pas 85 vjetësh dhe dy luftëra fitimprurëse, festonim sepse kufijtë e vendit tonë arritën në veriperëndim atje ku ndodhen dhe sot...





ΠΗΓΕΣ: K.A. Βακαλόπουλου, «ΗΠΕΙΡΟΣ», εκδ. ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ,ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992
Βασ. Γεωργίου, «ΒΟΡΕΙΟΣ ΗΠΕΙΡΟΣ, η συνεχιζόμενη ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΓΩΔΙΑ», εκδόσεις Ε. ΡΗΓΑ
«Ο ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ», Γιώργος Γεωργής (επιμέλεια), εκδόσεις ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ 2015
Përktheu përgatiti Pelasgos Koritsas

Δεν υπάρχουν σχόλια: