Κυριακή 3 Μαρτίου 2024

Αναμνήσεις του Vedat Kokona συμμαθητής και συγκάτοικος του δικτάτορα Ε Χότζα από το βιβλίο: «Τριγυρίζοντας στην άκρη του χρόνου»! -Kujtimet e Vedat Kokonës, nga libri “Endur në tisin e kohës”!

 

Αριστερά ο Βεντάτ Κοκόνα και ο Ενβέρ Χότζα- Δεξιά πάνω οι μαθητές στο Γαλλικό Λύκειο πριν από αυτό Ελληνικό Μπάγκειο Γυμνάσιο. Κάτω οι καθηγητές του Γαλλικού Λυκείου Κορυτσάς


 

 

Βεντάτ Κοκόνα (Vedat Kokona)

 

 

Γεννήθηκε στην Σμύρνη 7 Αυγούστου 1913 απεβίωσε τον Οκτώβριο του 1998) συγγραφέας, μεταφραστής, λεξικολόγος. Η καταγωγή του ήταν από Αργυρόκαστρο. Σπούδασε στο Παρίσι Νομική. Εργάστηκε ως δάσκαλος γαλλικών στο Γαλλικό Λύκειο της Κορυτσάς  όπου ήταν μαθητής.

Εργάστηκε για δύο χρόνια ως δικηγόρος στα Τίρανα, και ύστερα από το 1949 έως 1965 ως μεταφραστής. Από το 1965 έως την συνταξιοδότηση του δίδασκε γαλλικά στο Πανεπιστήμιο Τιράνων.

 

 

 

Αναμνήσεις του Vedat Kokona από το βιβλίο: «Τριγυρίζοντας στην άκρη του χρόνου»!

 

Ξεκίνησα από την Κορυτσά το πρωί της 14 Απριλίου. Πήγαινα, αυτή την φορά ως «καθηγητής» σε εκείνο το λύκειο, όπου τέσσερα χρόνια νωρίτερα, ήμουν ακόμη «σπουδαστής». Αφού είχα ξεκινήσει πολύ νωρίς για την Κορυτσά έφτασα περίπου στις πέντε το απόγευμα, άφησα την βαλίτσα μου στο σπίτι του θείου μου Βεχίμπ και προτού πάω να νοικιάσω δωμάτιο, στο μέρος που είχα κάποτε μείνει στην Κορυτσά, πήγα στο καφενείο Ματζέστικ, που ήταν και ο μεγαλύτερος κινηματογράφος της πόλης, κοντά στο ναό των Βλάχων.

Ο καιρός ήταν ζεστός και τα τραπέζια έξω. Εκεί συνάντησα παλιούς φίλους του Λυκείου, τον Φεϊζή Ντόμπι, τον Φεϊζί Ντίκα, τον Ενβέρ Χότζα και τον Σεραφείμ, τον καθηγητή των Φυσικών Επιστημών, που του άρεσε να κάνει παρέα με τον Γκάκι Γώγο. Στο ηχείο που είχε τοποθετηθεί στην απέναντι κολώνα, ακουγόταν η ωραία φωνή της Ρίνα Κέτι, μια τραγουδίστριας που ερμήνευε τόσο γλυκά το τραγούδι “J’attendrai. Le jour et la nuit…”!

 

Ο Ενβέρ με ρώτησε που θα έμενα, Του είπα πως εκεί που είχα μείνει όταν ήμουν σπουδαστής. Μου είπε πως αν ήθελα, θα μπορούσε να βάλει ένα κρεβάτι στο δωμάτιο του, στο σπίτι της Πολυξένης, απέναντι από το λύκειο, πράγμα που θα ήταν εις όφελος και τον δύο, καθώς θα μπορούσαμε να μοιραστούμε το νοίκι στα δύο. Η πρότασή του μου φάνηκε λογική και την δέχτηκα χωρίς να διστάζω. Πήρα τις βαλίτσες μου από το σπίτι του θείου και εγκαταστάθηκα στο δωμάτιο του Ενβέρ. Το κρεβάτι του ήταν κοντά στην πόρτα, το δικό μου απέναντι, στην γωνία. Το δωμάτιο είχε δύο παράθυρα, απέναντι ήταν το σπίτι της οικογένειας Λάκο. Το κορίτσι αυτού του σπιτιού, όπως έμαθα αργότερα, ήταν μαθήτρια στο Λύκειο.

Από το πρώτο βράδυ τις συγκατοίκησης μου στο δωμάτιο του- ήταν δεύτερη φορά που κοιμόμασταν μαζί στο ίδιο δωμάτιο, την πρώτη φορά στο Παρίσι, περίπου δύο χρόνια νωρίτερα, καθώς ήταν στενά  οικονομικά- η διαχωριστική γραμμή της εγγύτητας μας σαν να έγινε πολύ λεπτή. Μου είπε: με τί θάρρος είχα αναλάβει ένα τέτοιο καθήκον, - να αντικαθιστούσα τον De Curevil στο μάθημα της γαλλικής λογοτεχνίας, στα μεγάλα τμήματα του λυκείου, όταν ο ίδιος ο Σελμάν Ρίζα, δεν θα δεχόταν κάτι τέτοιο. Του είπα πως είχα αυτογνωσία, για την σοβαρότητα που έχει αυτό το καθήκον, αλλά, ως πρώην μαθητής του  De Curevil  που δεν τα πήγαινε άσχημα στα γαλλικά, δουλεύοντας θα προσπαθούσα να τα καταφέρω σ’ αυτό το δύσκολο έργο.

Η συζήτηση εκείνης της νύχτας έλαβε τέλος μέχρι σ’ εκείνο το σημείο και πέσαμε για ύπνο. Το πρωί, όταν ξύπνησα, είδα τον Ενβέρ που στεκόταν όρθιος μπροστά από το παράθυρο, περνώντας την παλάμη του στα μαλλιά. Σηκώθηκα λίγο και με το δεξί αγκώνα στηριγμένο στο μαξιλάρι, είδα από το παράθυρο μου στην κατεύθυνση που κοιτούσε. Στο μπαλκόνι του σπιτιού απέναντι, στολισμένο με γλάστρες λουλουδιών, είχε βγει μια νέα κοπέλα, με γελαστό πρόσωπο, που φώτιζε στις ακτίνες του πρωινού ήλιου.

«Είναι εύσωμη, - μου είπε- Είναι μαθήτρια μου».

Έφαγα το πρωινό και πήγα στο λύκειο, που ήταν εκεί κοντά, στο γραφείο του διευθυντή. Διευθυντής ήταν ο Κωστάκης Τσίπο, πρώην καθηγητής μου στην αλβανική γλώσσα, καθ’ όλα τα πέντε έτη. Με υποδέχτηκε πολύ καλά και η συμπεριφορά του , μου έδωσε θάρρος στην τέλεση του δύσκολο καθήκοντος που είχα αναλάβει. Είχα τα φροντιστήρια της γαλλικής φιλολογίας, στην Πρώτη και Δευτέρα. Ήξερα τί βουνό είχα απέναντι μου, αλλά με θέληση, θα μπορούσα να ανέβω στην ανηφόρα αυτή.

Ένας από τους φοιτητές που μου έκανε εντύπωση, ήταν ο Χρηστάκη Τουτουλάνη, την έκθεση του οποίου, την είχα βαθμολογήσει με υψηλό βαθμό. Είπα στους σπουδαστές πως δεν ήμουν καθηγητής με «τίτλους», αλλά “Malgre lui” (Παρ ‘ αυτού) δηλαδή αντικαταστάτης γι’ αυτόν που ήταν πολύ καλύτερος από εμένα στο καθήκον αλλά, με δουλειά και την βοήθεια τους – τους άρεσαν τα λόγια αυτά- θα κάναμε ό, τι μπορούσαμε να το ολοκληρώσουμε με τιμή», αυτούς τους δυόμιση μήνες που είχαν μείνει, μέχρι το τέλος του σχολικού έτους.

Μια μέρα πριν αφήσουν οι Γάλλοι καθηγητές την Αλβανία, ο διευθυντής του λυκείου, μας κάλεσε σε δείπνο αποχαιρετισμού, στο ξενοδοχείο Παλλάς. Με όσα θυμάμαι, στο δείπνο αυτό ήταν οι Γάλλοι καθηγητές, με τον τεχνικό διευθυντή του λυκείου. De Curevil, Κωστάκη Τσίπο, Γρηγόρ Σεραφείμ, Σελμά Ρίζα, Φεϊζί Ντίκα, Ενβέρ Χότζα και εγώ.

Το αποχαιρετιστήριο λόγο το εκφώνησε ο Σελμάν Ρίζα, πρώην αριστούχος μαθητής αυτού του λυκείου, δέκα χρόνια νωρίτερα και τώρα εξίσου εξαιρετικός καθηγητής των γαλλικών.

Ο λόγος του, σε εξαιρετικά γαλλικά, έγινε αποδεκτός με θαυμασμό από όλους και ιδιαίτερα από τον De Curevil  ο οποίος ανέφερε πως πρέπει να το σκεφτεί καλά να απαντήσει σ΄ αυτό το ωραίο λόγο του Ρίζα. Εμείς, που τον ξέραμε από καιρό, καυχώμασταν για αυτό το σπάνιο καθηγητή, που μας τιμούσε. Ο Ενβέρ, που δεν είχε τρόπο να αναμετρηθεί μαζί τους, τον έβαλε φυλακή, για το μοναδικό λόγο, ότι ήταν Αλβανός και όχι κομμουνιστής.

Μετά από κανένα δύο μέρες, είχα το φροντιστήριο της Λογοτεχνίας στην Α΄ Τάξη. Θα μιλούσα για τον «Μισάνθρωπο» του Μολιέρου. Είχα φέρει από τα Τίρανα το Λανσόν, το ογκώδεις βιβλίο της γαλλικής λογοτεχνίας της Λεβραούλτ, τα αγαπημένα μου βιβλία από τα χρόνια που τα μελετούσα ο ίδιος ως μαθητής.

Αφού πήγα στο δωμάτιο μετά το βραδινό, κάθισα στο τραπέζι που απ’ ότι φαινόταν μόνο εμένα θα μου χρειαζόταν, επειδή ο Ενβέρ δεν καθόταν ποτέ εκεί και άρχισα την εργασία. Ο Ενβέρ όπως συνήθιζέ πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο, με τα χέρια στις τσέπες. Μια φορά ήρθε κοντά μου, έτσι ήρεμος όπως ήταν, και μου λέει: « Είσαι μεγάλος δουλευταράς»!

«Έτσι πρέπει», - του είπα και συνέχισα την εργασία μου. Θυμάμαι ότι παραπονιόταν για το πόδι που του πονούσε. Είχε και ένα μπαστούνι που το χρησιμοποιούσε καμιά φορά.

Ένα απόγευμα, ξεκίνησα την εργασία για να διορθώσω τις εκθέσεις των μαθητών. Ήταν 20 εκθέσεις για να διορθωθούν και από τέσσερεις σελίδες η κάθε μία και ήθελαν πολύ δουλειά.

Στις σελίδες κάθε έκθεσης, θα έπρεπε να κάνω τις παρατηρήσεις μου γραπτώς και αυτή δεν είναι μια εύκολη εργασία: οι μαθητές είχαν συνηθίσει με τις σημειώσεις του De Curevil, του Γάλλου καθηγητή που ήταν της ειδικότητας και όχι κάποιος τυχαίος. Καθόμουν πάνω από δύο ώρες με μία έκθεση και ο Ενβέρ, που τριγυρνούσε στο δωμάτιο, μου είπε: «Έχεις μεγάλη υπομονή! Αρκεί να ρίξεις μια ματιά και να βάλεις το βαθμό που αξίζει ο καθένας».  

«Μια κουβέντα είναι αυτή» του είπα και συνέχισα την εργασία μου.

Κατά τις δέκα αυτές εβδομάδες που μέναμε μαζί, δεν τον είδα ποτέ να δουλεύει. Δίδασκε ηθική, στις χαμηλές τάξεις του λυκείου, διάβαζε με τις ώρες το μυθιστόρημα “Voyage au bout de la Nuit” του Φερντινάντ Τσελίνη. Δεν μου μίλησε ποτέ για πολιτική, άσε μετά για κομμουνισμό. Να ήταν κομμουνιστής, γνήσιος αυτής της διδασκαλίας, για την οποία οι άλλοι πήγαν στην Ισπανία για να πολεμήσουν, θα προσπαθούσε να με κερδίσει, ως νεόφυτος αυτής της πίστης, καθώς δεν φοβόταν, πως θα μπορούσα να τον καταδώσω.

Ήμουν μαζί του, μέχρι το μισό του ’40. Είμαι πέρα από σίγουρος πως δεν είχε μέχρι τότε αυτές τις ιδέες στο κεφάλι, αυτές τις ανάποδες ιδέες που θα τον ανέβαζαν πολύ, τέσσερα χρόνια αργότερα, απ’ όπου δόθηκε η μούντζα σ΄ αυτούς που τον είχαν ταΐσει και από όπου πέταξε σε γκρεμό τους συγγενείς που του είχαν ανοίξει τα μάτια.

Αξίζει, μου φαίνεται, να σταματήσω έστω και λίγο σ΄ αυτό το πρόσωπο, που είναι για μένα μια σφίγγα, μπροστά στην πυραμίδα που υποδομήθηκε με τα οστά αυτόν που σκότωσε: σ’ αυτόν τον άνθρωπο που έγινε αυτός που έγινε και που δεν θα γινόταν, εάν οι δουλειές δεν είχαν γίνει όπως έγιναν.  Περισσότερο από μια φορά έχω σκεφτεί για να ανακαλύψω το μυστικό μίας ζωής που στοίχησε στην χώρα, εκατοντάδες, χιλιάδες νεκρούς, έχω αναρωτηθεί: αυτός ο δύστυχος λαός, που δεν τον ήξερε όπως τον ήξερα εγώ και αυτοί οι ελάχιστοι αργυροκαστρίτες του Λυκείου της Κορυτσάς, χειροκροτούσε και φώναζε όταν έβγαινε στο βήμα, όταν όλη η αίθουσα σηκωνόταν όρθια, υστερικά, τραγικοκωμικά και φώναζαν και ούρλιαζαν ως πεινασμένα τσακάλια, όταν κάποιοι, αδύνατοι από τα μυαλά  και κάπως παραπάνω από την ηθική, έχυσαν δάκρια για το ψόφο του, όπως είχαν κλάψει και για τον άλλο ασιατικό δήμιο – περισσότερα από μια φορά έχω σκεφτεί:

«Πως είναι δυνατόν, αυτός, ένας μέτριος μαθητής του λυκείου, να πάει να σπουδάσει στην Γαλλία, για φυσικές επιστήμες, με υποτροφία (άλλο αίνιγμα, γιατί υποτροφία δίνονταν μόνο στους εξαιρετικούς μαθητές) να μην είναι ικανός να ολοκληρώσει τις σπουδές, να μην δίνει εξετάσεις, να του κόβουν την υποτροφία, να γίνει ένας αδύναμος εκπαιδευτικός, και αργότερα, ένας γνωστός άνδρας εξουσίας που θα τον πάρει η ιστορία;» Τον ήξερα μαλακό, χαρούμενο, γελαστό και πως έγινε έτσι, πως έγινε άγριος, δυσοίωνος, τέρας;

Σε ποια ύψη υπερηφάνειας και τρέλας, πηγαίνει τον άνθρωπο, «αυτό το λεπτό καλάμι της φύσης»,   η άρρωστη και μισητή εξουσία που γεννά σουλτάνους και Νέρωνες, τυράννους και δικτάτορες, αυτά τα θηρία που μπήκαν στην ιστορία, για αυτό το αίμα που εγχύνουν; Ένας εξ αυτών είναι αναμφίβολα και  αυτός, που πέταξε την χώρα του στο γκρεμό. Σκεφτείτε για μια στιγμή, πως ο Θεός, να τον  είχε στείλει σ’ αυτή την όμορφη γη, που φωτίζει ως μαργαριτάρι στις ακτές της Αδριατικής και του Ιωνίου, όπως έστειλε στην Τουρκία τον μεγάλο Ατατούρκ!

Ερχόταν από το βουνό με ένα καλά προετοιμασμένο στρατό, με ισχυρή πειθαρχία, στο άνθος της ηλικίας του, όταν η χώρα βρισκόταν σε μεγάλη σύγχυση , όταν κομμουνιστές, μπαλίστες, ζωγκιστές, φασιστές, ναζιστές είχαν συγκρουστεί και χύσει αδελφοκτόνο αίμα, αλλά τώρα αυτοί οι τρεις τελευταίοι δεν σήκωναν πια βάρη. Στην εξουσία τώρα ήταν μόνο οι κομμουνιστές. Με ελάχιστο εγκέφαλο και ελάχιστους εκλεκτούς ανθρώπους – γιατί αυτή η μικρή χώρα δεν έχει ανάγκη για πολλά- για την αγάπη για την χώρα και περισσότερη καλή θέληση, σε συνεννόηση με την Δύση, αυτή η χώρα, θα μπορούσε να έρθει σε συμφωνία με την Δύση, αυτή η χώρα θα μπορούσε να μπει στην οδό της δημοκρατίας και αντί να πάρει εκείνη την στροφή την πέταξε στο γκρεμό, θα μπορούσε να πάρει την άλλη στροφή προς τα φωτισμένα υψώματα.

Αλλά αυτός επέλεξε ακριβώς αυτή την οδό που του την απαγόρευε η λογική, αλλά που του την ζητούσε και επέτρεπε η ματαιότητα. Έκανε κάτι καλό, που δεν θα μπορούσαν να το κάνουν τόσο γρήγορα οι άλλες κυβερνήσεις, που θα έρχονταν: όχι την παιδεία – γιατί αυτή την είχε κάνει καλύτερη και πριν από αυτόν ο Ζώγκου – όχι το δίκτυο ηλεκτροδότησης  - που θα γινόταν από κάθε κυβέρνηση – αλλά που έβαλε το λαό να εργαστεί: έγιναν καλές εργασίες: αποξηράθηκαν βάλτοι, κανάλια άρδευσης- πράγματα που θα γινόντουσαν και από τους άλλους, πράγματι λίγο αργότερα, αλλά όχι με το ρόπαλο του στρατοπέδου συγκέντρωσης του Μαλικιού και με το θάνατο τον φυλακισμένων – χτίστηκαν υδροηλεκτρική σταθμοί, αλλά και πολυβολεία που σε τρομοκρατούν όταν τα βλέπεις. Ο λαός είχες στ’ αλήθεια την ηρεμία του Ζώγκου, αλλά δεν είχε την δικαιοσύνη. Έχασε την έννοια της δικαιοσύνης, της ιερής ιδιοκτησίας,  της ιδιότητας «άνθρωπος».

Ο άνθρωπος δεν ήταν πια άνθρωπος, μετατράπηκε σε μία άμορφη ύπαρξη, χωρίς χαρακτήρα, χωρίς ιδανικά, έφτασε σ’ αυτό το σημείο, ώστε να μισεί την χώρα του! ¨Όχι μόνο να την μισεί, αλλά και να την καταριέται! Σε μια στιγμή που οι παλαιστίνιοι παλεύουν για μια πιθαμή γης, στην ερημία της Ιουδαίας «ο νέος άνθρωπος», αφήνει την όμορφη του χώρα και πηγαίνει και ικετεύει ένα κομμάτι ψωμί, χτυπώντας στην πόρτα του ξένου που τον υποδέχεται με περιφρόνηση.

………….

Μετά από μισό αιώνα σκοταδιού, στην βρομιά, με απατεωνιές, ιχνηλατήσεις, εκτελέσεις, εξορίες, κατασκοπία, όταν ξάπλωνες στο κρεβάτι σηκωνόσουν φοβισμένος, έτρεμε το φυλλοκάρδι σου όταν χτυπούσε η πόρτα, ανέμενες με παγωμένο το αίμα – όταν σου δίνονταν η βεβαιώσεις του Μετώπου – μήπως δεν αναφερόταν το όνομα σου, στην λίστα των «εκλεκτών» - γιατί αυτή η βεβαίωση που δεν την χρειαζόσουν καθόλου όταν την είχες αλλά σου δημιουργούσε προβλήματα αν δεν την είχες, που κατέστρεφε όχι μόνο εσένα  που δεν το είχες αλλά και όλη την οικογένεια. Όταν γίνονταν οι συνεδριάσεις της γειτονιάς , όταν έπρεπε να μιλήσεις και να έλεγες αυτά που δεν ήθελες να πεις. Όταν σηκωνόσουν στις τρεις τα ξημερώματα, για να πιάσεις σειρά να αγοράσεις ένα κιλό κρέας, με οπλισθέντα και χοντρά σκουλήκια στα ψυγεία για πολλά χρόνια ή δύο φιάλες γάλα περιμένοντας έξω στην βροχή , μέχρι που θα ερχόταν η πωλήτρια, όταν έτρεχες για να πιάσεις σειρά για την μυζήθρα, όταν γυρνούσες στο σπίτι με άδεια χέρια  γιατί δεν είχε γάλα αφού περίμενες για μία ώρα…!

Ποια γραφίδα, ποιο πινέλο, ποια συμφωνία θα είναι άραγε ικανή να μεταφέρει αυτή την εικόνα αθλιότητας, που πέρασε ο καημένος λαός και μετατράπηκε σε ένα υπάκουο, πεινασμένο, ταπεινωμένο κοπάδι;  

Ούτε οι Κατιλίνες οι Καλιγούλες δεν μπορούν να πλησιάσουν αυτόν που κράτησε στην τερατώδη σκλαβιά τρία εκατομμύρια φτωχούς, σχεδόν για μισό αιώνα! Οι γενεές που θα έρθουν, δεν θα το πιστέψουν πως στην μέση του 20αι, υπήρχε μια χώρα στην Ευρώπη, την οποία δεν έβλεπε ο ήλιος, όπου η μέρα ξημεροβραδιάζονταν στο πιο βαθύ σκοτάδι των αιώνων.

…..

Πηγή: memorie.al

Μετάφραση προετοιμασία από Θ. για το Πελασγό Κορυτσάς 

 

 

Kujtimet e Vedat Kokonës, nga libri “Endur në tisin e kohës”!

U nisa për në Korçë, në mëngjes të 14 prillit. Shkoja, këtë radhë, si “profesor” në atë lice ku, katër vjet më parë, isha ende “student”. Meqë isha nisur herët në mëngjes, në Korçë arrita aty nga ora pesë pasdreke, lashë valixhen në shtëpinë e dajës, Vehipit dhe, para se të shkoja të zija me qira dhomën, ku kisha banuar dikur në Korçë, vajta në kafenë ‘Mazhestik’, që ishte edhe kinemaja më e madhe e qytetit, pranë kishës së Vllehve.

Koha ishte e ngrohtë dhe tavolinat i kishin nxjerrë jashtë. Atje takova disa shokë të vjetër të Liceut, Fejzi Dobin, Fejzi Dikën, Enver Hoxhën dhe Serafimin, profesorin tonë të Shkencave të Natyrës, që i pëlqente të rrinte me Gaqo Gogon. Në altoparlantin e vendosur në një shtyllë përballë, kumbonte zëri i bukur i Rina Ketit, një këngëtareje që e qante këngën aq të ëmbël, “J’attendrai. Le jour et la nuit…”!

Enveri më pyeti se ku do të banoja. I thashë atje ku kisha banuar, kur isha student. Më tha se, po të doja, mund të vendoste një shtrat në dhomën e vet, në shtëpinë e Poliksenit, përballë liceut, gjë që ishte në dobi të të dyve, mbasi mund të ndanim qiranë, përgjysmë. Propozimi i tij, m’u duk i arsyeshëm dhe e pranova pa ngurruar. Mora valixhen nga shtëpia e dajës dhe u vendosa në dhomën e Enverit. Shtrati i këtij, ishte pranë derës, i imi përballë, te këndi. Dhoma kishte dy dritare, kundruall, ishte shtëpia e familjes Lako. Vajza e kësaj shtëpie, siç mësova më vonë, ishte nxënëse në lice.

Që natën e parë të banimit tim në dhomën e tij, – ishte hera e dytë që flinim bashkë në një dhomë, herën e parë në Paris, afro dy vjet më parë, kur e kisha strehuar dy net me radhë, ngaqë ishte ngushtë ekonomikisht, – tisi i afrisë sonë, sikur u hollua shumë. Më tha; me ç’guxim kisha marrë përsipër, një detyrë të tillë, – të zëvendësoja De Kurvilin në kursin e letërsisë franceze, në klasën e lartë të liceut, kur vetë Selman Riza, nuk do ta pranonte një gjë të tillë. I thashë se isha i vetëdijshëm, për rëndësinë e kësaj barre, por, si ish-nxënës i De Kurvilit, dhe jo i keq në frëngjisht, me punë, do mundohesha ta kryeja disi, këtë detyrë të vështirë.

Kuvendi i asaj nate mori fund me kaq dhe ramë e fjetëm. Në mëngjes, kur u zgjova, e pashë Enverin që qëndronte në këmbë përpara dritares, duke shkuar pëllëmbën flokëve. U ngrita pak dhe, me bërrylin e djathtë të mbështetur te jastëku, vështrova nga dritarja ime, në drejtim të vështrimit të tij. Në ballkonin e shtëpisë përballë, stolisur me saksi lulesh, kishte dalë një vajzë e re, me fytyrë të qeshur, që i ndrinte në rrezet e diellit të mëngjesit.

“Është e kolme, – më tha. – Është nxënësja ime”.

Hëngra mëngjesin dhe vajta në lice, që ishte aty afër, te drejtori. Drejtor ishte Kostaq Cipoja, ish-profesori im i shqipes, gjatë pesë vjetëve. Më priti shumë mirë dhe sjellja e tij, më dha zemër në kryerjen e detyrës së vështirë që kisha marrë përsipër. Kisha kursin e letërsisë franceze, në Seconde dhe Premiere. E dija ç’mal kisha përpara, por me vullnet, durim dhe sidomos me punë, do të mund ta ngjitja këtë të përpjetë që më priste.

Një nga studentët që më bëri shumë përshtypje, ishte Kristaq Tutulani, hartimin e të cilit, e kisha çmuar me notë të lartë. U thashë studentëve, se nuk isha profesor me “titull”, por “malgre lui”, për të zëvendësuar atë që ishte shumë më i zoti se unë në këtë detyrë, por, por, se, me punë dhe me ndihmën e tyre, – atyre u erdhi mirë nga këto fjalë, – do bënim si të bënim, për t’i mbyllur “me nder”, këta dy muaj e gjysmë që kishin mbetur, deri në fund të vitit shkollor.

Një ditë para se të linin Shqipërinë profesorët francezë, drejtoria e liceut u shtroi një darkë lamtumire, në hotelin “Pallas”. Me sa më kujtohet, në këtë darkë ishin profesorët francezë, me drejtorin teknik të liceut, De Kurvilin, Kostaq Cipoja, Ligor Serafimi, Selma Riza, Fejzi Dika, Enver Hoxha dhe unë. Fjalën e lamtumirës, e mbajti Selman Riza, ish-nxënës i shkëlqyer i këtij liceu dhjetë vjet më parë dhe tani, profesor po aq i shkëlqyer i frëngjishtes.

Fjalimi i tij, në një frëngjishte të përkryer, u prit me admirim nga të gjithë, sidomos nga De Kurvili, i cili tha se duhej të matej mirë, për t’iu përgjigjur ashtu si duhej këtij fjalimi të bukur të Rizës. Ne, që e njihnim prej kohësh, mburreshim për këtë arsimtar të rrallë, që na zbardhte faqen. Enveri, që s’kishte si të matej me të, e futi në burg, për të vetmen arsye; se ishte shqiptar dhe jo komunist.

Pas nja dy ditësh, kisha kursin e letërsisë së Premiere. Do të flisja për “Mizantropin” e Molierit. Kisha sjellë nga Tirana Lansonin, librin e vëllimshëm të letërsisë franceze dhe Levrault, librat e mi të preferuar, që në vitet kur i studioja vetë si nxënës. Me të vajtur në dhomë pas darke, u ula në tavolinën që, me sa dukej, do të më hynte vetëm mua në punë, ngaqë Enveri nuk ulej kurrë atje dhe iu shtrova punës. Enveri, siç e kishte zakon, shkonte e vinte nëpër dhomë, me duar në xhepa. Njëherë m’u afrua dhe, ashtu shtruar siç qe, më tha: “Qenke punëtor i madh”!

“E do puna”, – i thashë dhe vazhdova punën. Mbaj mend që ankohej, për këmbën që i dhimbte. Kishte edhe një bastun, që e përdorte nganjëherë.

Një pasdreke, iu vura punës për të korrigjuar hartimet e nxënësve. Ishin nja 20 hartime për t’u korrigjuar dhe nga katër faqe tabakë letre për secilin, më priste një punë e madhe. Në faqet e çdo hartimi, duhej të bëja vërejtjet e mia me shkrim dhe kjo s’ishte punë e lehtë: nxënësit ishin mësuar me shënimet e De Kurvilit, të profesorit francez që ishte i degës dhe jo njeri dosido. Rrija më shumë se dy orë me një hartim dhe Enveri, që vinte rrotull nëpër dhomë, më tha: “Paske durim të madh! Mjafton të hedhësh një sy dhe të vesh notën që meriton secili”. “Një fjalë goje”, i thashë dhe vazhdova punën.

Gjatë atyre dhjetë javëve që banuam bashkë, nuk e pashë kurrë të punonte. Jepte mësim morali, në klasat e ulëta të liceut, lexonte me orë romanin; “Voyage au bout de la Nuit”, të Ferdinand Celinit. Nuk më foli kurrë për politikë, pa le për komunizmin. Të ishte komunist, si adept i një doktrine, për të cilën të tjerët vajtën në Spanjë për të luftuar, do të përpiqej të më bënte për vete, një neofit të këtij besimi, sepse s’kish frikë, se mund ta kallëzoja.

Kam qenë me të, deri në gjysmën e vitit ’40. Jam më se i sigurt, që s’kish deri atëherë në kokë, ato ide të mbrapshta që do ta ngrinin shumë, katër vjet më vonë, në ato lartësi marramendëse, nga u dha munxa atyre që i kishin dhënë të hante dhe nga hodhi në greminë të afërmit, shokët dhe sidomos vendin, që i kishte hapur sytë.

Ia vlen, më duket, të ndalem sadopak te kjo figurë, që është për mua një sfinks, ndanë piramidës së ndërtuar me eshtrat e atyre që vrau: te ky njeri që u bë ai që u bë dhe që s’do të bëhej, sikur punët të mos bëheshin, ashtu siç u bënë. Më se një herë kam vrarë mendjen, për të zbuluar të fshehtën e një jete që i kushtoi vendit, qindra mijëra vdekje; më se një here, kam thënë me vete; kur populli i shkretë, që s’e njihte ashtu si e njihja unë dhe ata pak gjirokastritë të Liceut të Korçës, duartrokiste dhe brohoriste për të kur dilte në tribunë, kur salla ngrihej në këmbë, histerike, tragji-komike dhe bërtiste e çirrej si çakej të uritur, kur disa, të dobët nga mendja dhe ca më shumë nga morali, derdhën lot për mortjen e tij, ashtu si kishin derdhur edhe për xhelatin tjetër aziatik, – më se njëherë kam thënë me vete:

“Si është e mundur që ai, një nxënës nga ata mesatarët e liceut, të shkojë për të studiuar në Francë, për shkencat e natyrës, me bursë (tjetër enigmë, sepse bursë u lidhje vetëm nxënësve të shkëlqyer)- të mos jetë i zoti, të kryejë studimet, të mos japë provimet, t’i presin bursën, të bëhet një mësues i dobët dhe, më vonë, një burrë shteti i përmendur dhe që do ta marrë historia”?! E kam njohur të urtë, gaztor, fytyrëqeshur dhe si u bë ashtu, si u bë i egër, ogurzi, përbindësh?!

Në ç’lartësi mendjemadhësie dhe marrëzie, e ngritka njerinë, këtë “kallamin më të dobët të natyrës”, pushteti i nëmur, i urryer, që pjell sulltanë e Neronë, tiranë e despot, këta përbindësha që hynë në histori, për atë gjak që derdhin? Një nga këta është, pa dyshim, edhe ky, që e hodhi vendin në greminë. Merreni me mend sikur Perëndia, ta kishte dërguar në këtë tokë të bukur, që ndrit si perlë buzë Adriatikut dhe Jonit, si i dërgoi Turqisë buzë humnerës, Ataturkun e madh!

Vinte nga mali me një ushtri të përgatitur mirë, me një disiplinë të fortë, në lulen e moshës, kur vendi ishte në një pështjellim të madh, kur komunistë, ballistë, zogistë, fashistë, nazistë, ishin përleshur dhe kishin derdhur gjak vëllavrasës, por tani këta të tre të fundit, nuk ngrinin më peshë; në fuqi tani ishin vetëm komunistët. Me pak tru dhe me pak njerëz të zgjedhur, – se ky vend i vogël, s’ka nevojë për shumë, – për me dashuri për vendin dhe me shumë vullnet të mirë, në marrëveshje me Perëndimin, ky vend, mund të hynte në marrëveshje me Perëndimin, ky vend, mund të hynte në udhën e demokracisë dhe, në vend që të merrte atë kthesë që e hodhi në greminë, mund të merrte kthesën tjetër, që ta kthente në lartësitë e ndritura.

Por ai zgjodhi pikërisht atë udhë që ia ndalonte arsyeja, por që ia kërkonte dhe lejonte kotësia. Bëri diçka të mirë, që nuk do ta bënin dot aq shpejt qeveri të tjera, që mund të vinin: jo arsimimin, – sepse këtë e kishte bërë para tij dhe më mirë Zogu, -jo elektrifikimin, -që do të bëhej në çdo qeveri, – por që e vuri popullin të punonte: u bënë shumë punë të mira: u thanë moçale, u hapën kanale, – gjëra që do të bëheshin edhe nga të tjerët, vërtet pak më vonë, por jo me kërbaçin e kampit të Maliqit dhe me vdekjen e të burgosurve, – u ngritën hidrocentrale, po edhe bunkerë, që të kallin tmerrin kur i sheh; populli kishte vërtet qetësinë e Zogut, por s’kishte drejtësinë. Humbi nocioni i së drejtës, i pronës së shenjtë, i atributit “njeri”.

Njeriu s’ishte më njeri, u kthye në një qenie amorfe, pa karakter, pa ideal; arriti deri në atë pike, sa të urrejë vendin e vet! Jo vetëm ta urrejë, por edhe ta mallkojë! Në një kohë kur palestinezët luftojnë për një pëllëmbë tokë, në shkretëtirën e Judesë, “njeriu i ri”, lë vendin e vet të bukur dhe shkon e lyp kafshatën e gojës, duke trokitur në derën e të huajit, që e pret me përbuzje.

……….

Afro gjysmë shekulli në errësirë, në këllirë, me mashtrime, gjurmime, pushkatime, internime, spiunime, kur bije në shtrat me frikë dhe ngriheshe me frikë; kur të dridhej zemra kur binte porta; kur prisje më gjak të ngrirë, – kur jepeshin triskat e Frontit, – se mos nuk përmendej emri yt, në listën e të “zgjedhurve”, – se kjo triskë që s’të hynte fare në punë kur e kishe, të prishte shumë punë, kur s’e kishe, që të merrte në qafë jo vetëm ty që s’e kishe, por gjithë familjen; kur bëheshin mbledhjet e lagjes, ku duhej të flisje dhe të thoshe ato që s’doje t’i thoshe; kur ngriheshe në tre të natës, për të zënë radhën për të blerë një kile mish, me krimba të rreshkur dhe të rrëgjuar në frigoriferët për shumë vite, ose dy shishe qumësht, duke pritur jashtë në shi, deri sa të vinte shitësja, kur suleshe për të zënë radhën e gjizës; kur ktheheshe në shtëpi duarzbrazur, se s’kishte më qumësht, pasi kishe pritur me orë…!

Cila pendë, cili penel, cila simfoni, do të jetë vallë në gjendje të japë atë tablo mjerimi, që e kaploi popullin e mjerë dhe e ktheu në një kope të bindur, të uritur, të poshtëruar?!

As Katilinat a Kaligulat, s’kanë si i qasen atij që mbajti në skllavërinë më përbindëshe, tre milionë varfanjakë, afro gjysmë shekulli! Brezat që do të vine, s’do të besojnë që në mes të shekullit të XX-të, kishte një vend në Europë, që nuk e zinte dielli, ku dita ngrysej e gdhihej, në errësirën më të thellë të shekujve.

……..

burimi: Memorie.al

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ενισχύστε οικονομικά την προσπάθεια μας!

Ετικέτες

ενημέρωση (2161) ενημέρωση-informacion (1418) Αλβανία (904) ορθοδοξία (422) ιστορία-historia (373) Εθνική Ελληνική Μειονότητα (366) ελληνοαλβανικές σχέσεις (311) ορθόδοξη πίστη - besimi orthodhoks (277) Εθνική Ελληνική Μειονότητα - Minoriteti Etnik Grek (252) Β Ήπειρος (238) ορθοδοξία-orthodhoksia (232) ορθόδοξη πίστη (222) εθνικισμός (195) διωγμοί (162) τσάμηδες (122) shqip (119) Κορυτσά-Korçë (118) Κορυτσά Β Ήπειρος (103) informacion (100) Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος (97) ορθόδοξη ζωή (96) ορθόδοξη ζωή- jeta orthodhokse (75) διωγμοί - përndjekje (60) ορθόδοξο βίωμα (59) εθνικισμός-nacionalizmi (56) ορθόδοξη εκκλησία της Αλβανίας (55) Ελλάδα-Αλβανία (48) ανθελληνισμός (44) Ελληνικό Σχολείο Όμηρος (43) πολιτισμός - kulturë (43) Ι.Μ Κορυτσάς - Mitropolia e Shenjtë Korçë (42) besimi orthodhoks (40) Γενικό Προξενείο Ελλάδος Κορυτσά (39) Ορθόδοξη Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας - Kisha Orthodhokse Autoqefale Shqiptare (37) ιστορία ορθοδοξίας (36) βίντεο (34) Shqipëria (32) ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821 (32) κομμουνισμός- komunizmi (30) πνευματικά (27) Μητρόπολη Κορυτσάς - MItropolia e Korçës (23) απόδημος ελληνισμός-helenizmi i diasporës (22) πολιτική-politikë (22) αλβανικά (21) εκπαίδευση (21) Αρχαία Ελλάδα (20) helenët-Έλληνες (19) κομμουνισμός (19) Greqia (17) Βλαχόφωνοι Έλληνες (15)