Οι καρποί της συνάντησης του Οικουμενικού Πατριάρχη με τον Πάπα ΙΔ - Frytet e takimit të Patrikut Ekumenik me Papën Leo XIV
|
Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ και Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων «Οι καρποί της συνάντησης του Οικουμενικού Πατριάρχη με τον Πάπα ΙΔ΄» Στις 03/12/2025, στο Ρωμαιοκαθολικό περιοδικό: The Catholic Herald,
δημοσιεύτηκε άρθρο με τίτλο: «Ο
Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ζητά περισσότερα απ’ όσα μπορεί να προσφέρει η
Ρώμη». Στο άρθρο αυτό αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «το κήρυγμα του Πατριάρχη
εξέπεμψε κάτι περισσότερο από μια πρόσκληση για ενότητα. Υποδήλωσε την
προσδοκία ότι η Ρώμη —και όχι η Κωνσταντινούπολη— πρέπει να κάνει τις
αποφασιστικές δογματικές παραχωρήσεις, προκειμένου να αποκατασταθεί η
κοινωνία». Στη συνέχεια, αναφέρεται ότι, όταν ο Πατριάρχης χαρακτηρίζει διαφορές,
όπως το Filioque ή το Αλάθητο, ως ”προσκόμματα”
για την κοινωνία, υποδεικνύει ευθέως «τα δόγματα πάνω στα οποία επήλθε το
σχίσμα, δηλώνοντας ότι η ευθύνη για τη ρήξη βαρύνει κυρίως τη Ρώμη. Η Ρώμη έχει δείξει θεμιτή λειτουργική ευελιξία, όσον αφορά το Filioque –«το παραλείπει στη Νίκαια και
επιτρέπει στους καθολικούς των ανατολικών ρυθμών να απαγγέλλουν το Σύμβολο
της Πίστεως χωρίς αυτό». Ως προς το Παπικό Αλάθητο, το άρθρο σημειώνει ότι αυτό δεν είναι
διαπραγματεύσιμο. «Αν ίσχυε αυτό, θα σήμαινε παύση της ομολογίας ενός
δογματικού όρου, που διατυπώθηκε, επισήμως, από μια οικουμενική σύνοδο, την
Α’ Βατικανή». Το βασικό ερώτημα που θέτει το άρθρο «είναι, αν ο καθολικο-ορθόδοξος
διάλογος μπορεί να προχωρήσει, χωρίς να απαιτείται από καμία Εκκλησία, να
αναθεωρήσει δόγματα, που αποτελούν συστατικά στοιχεία της αποστολικής και
συνοδικής της ταυτότητας. Η ενότητα δεν μπορεί να απαιτεί τη διάλυση, την
κατάργηση ή την εγκατάλειψη δογμάτων, που κάθε Εκκλησία θεωρεί αναπόσπαστα
από τη δική της δογματική ακεραιότητα. Η θερμή διάθεση μπορεί να ανοίξει μια
πόρτα, που κάποτε ήταν κλειστή, αλλά το δόγμα εξακολουθεί να κρατά το κλειδί.
Δεν υπάρχει ρεαλιστική πορεία προς την πλήρη κοινωνία, που να απαιτεί από τον
Καθολικισμό να σταματήσει να ομολογεί τα δόγματα, με τα οποία ορίζει την ίδια
του την συνοδική και αποστολική ταυτότητα». Έχοντας υπόψη, μαζί με όλα τα
άλλα και τις παραπάνω ρωμαιοκαθολικές θέσεις του Περιοδικού, θεωρούμε, από
Ορθόδοξης θεολογικής πλευράς, ότι με τη
συνάντηση των δύο Προκαθημένων, θερμάνθηκε, ίσως λίγο περισσότερο, η επιθυμία
προσέγγισης των Ορθοδόξων με τους Ρωμαιοκαθολικούς, ιδίως μετά την από κοινού
απαγγελία του Συμβόλου της πίστεως χωρίς το Filioque. Αντιληφθήκαμε
ξανά ότι τα κοινά που υπάρχουν ανάμεσα στους Ορθόδοξους και στους
Ρωμαιοκαθολικούς, ως Χριστιανοί που είμαστε, είναι πάρα πολλά. Οι διαφορές, όμως, που προέκυψαν, διαχρονικά στη
Δύση, με τις πρόσθετες, κοσμικού χαρακτήρα, καινοτομίες των Παπικών -πριν και
μετά το Σχίσμα- αποτελούν, πλέον, για μεν τη Ρώμη, αναπόσπαστα σημεία πίστεως
του δόγματός της, για δε την Ορθόδοξη πίστη σχισματικούς νεωτερισμούς. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, με πολλή περίσκεψη,
εξέφρασε τον πόνο του για τη συνεχιζόμενη διαίρεση και το μεγάλο ενδιαφέρον
του για τον θεολογικό διάλογο, που χρειάζεται να συνεχιστεί στην πορεία προς την
Ένωση, τονίζοντας, με ρεαλισμό: «Όλοι κατανοούμε ότι το
βαθύ τραύμα των 1.000 ετών διαίρεσης δεν μπορεί εύκολα να επουλωθεί. Η
απόσταση, για κάποιους, μοιάζει αδύνατο να γεφυρωθεί. Και, όμως, δεν πρέπει
να ξεχνούμε ότι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός, προσευχήθηκε στον Θεό Πατέρα Του
να παραμείνουν ενωμένοι οι μαθητές του. Αυτό είναι το θέλημά Του, η εντολή
Του, προς τον λαό του Θεού, προς όλους όσοι πιστεύουν σε Εκείνον, οι οποίοι,
δυστυχώς, πολλές φορές μέσα στους αιώνες, δεν καταφέραμε να ανταποκριθούμε
στην επιθυμία Του. Είναι, όμως, υποχρέωσή μας να εργαστούμε με
αποφασιστικότητα για τη θεραπεία των πληγών, για την επούλωση των τραυμάτων,
για την αποκατάσταση της ενότητας, προσηλωμένοι στη διδασκαλία του Κυρίου μας,
χωρίς να ξεχνούμε ότι “τα αδύνατα παρά ανθρώποις, δυνατά παρά τω Θεώ εστίν”.
Οφείλουμε να διορθώσουμε λάθη του παρελθόντος, να υπερβούμε εγωισμούς και
προκαταλήψεις, να συνεχίσουμε στην επίπονη, αλλά λυτρωτική οδό του διαλόγου,
με αδιάκοπη και έμπονη προσευχή, με την ελπίδα ότι σύντομα θα έλθει η ημέρα
που θα πανηγυρίσουμε, ευχαριστιακώς, την αποκατάσταση της ενότητος». Ο Πάπας Λέων, από την πλευρά του, σε πνεύμα
παρόμοιο με εκείνο του ως άνω περιοδικού, δήλωσε, σε εγκύκλιό του προς το δικό του ποίμνιο,
πριν να αναχωρήσει για την συνάντησή του με τον Πατριάρχη: «Οφείλουμε να
αφήσουμε πίσω τις θεολογικές αντιθέσεις, που έχουν χάσει την αιτία της
ύπαρξής τους, για να αποκτήσουμε μια κοινή σκέψη, προκειμένου να
συγκεντρωθούμε όλοι σε μία μόνο πίστη και σε μία μόνο αγάπη». Εμβαθύνοντας κάποιος στις
παραπάνω δηλώσεις και προσδοκίες των δύο Προκαθημένων, διαπιστώνουμε ότι ο
μεν Πατριάρχης αναγνωρίζει και συνειδητοποιεί τις συνέπειες του χωρισμού,
ελπίζει, όμως, στην ενότητα της πίστεως μέσω της διεξαγωγής ενός αληθινού,
ειλικρινούς, και επίπονου διαλόγου, ο δε Πάπας, τονίζει ότι θέλει να
αποκτήσουμε μια κοινή σκέψη και να συγκεντρωθούμε σε μια πίστη και σε μια
αγάπη, θεωρεί, όμως, τις θεολογικές αντιθέσεις, ως κάτι παλαιό και
ξεπερασμένο, που είναι ανάγκη να ξεχαστούν. Στην Κωνσταντινούπολη, ακόμη, ο Πάπας,
αναφερόμενος στις διαφορές Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, υπογράμμισε ότι η παρουσία διαφορετικών παραδόσεων αποτελεί «παράδειγμα του
πλούτου της Εκκλησίας. Οι διαφορετικές παραδόσεις, παρούσες, δείχνουν τον
εκκλησιαστικό πλούτο και οι διαφορές που υπάρχουν αποτελούν “μεγάλα
χαρακτηριστικά της Εκκλησίας του Θεού”». Η αλήθεια, όμως, είναι ότι η Ορθοδοξία, δεν
συμφώνησε ποτέ ούτε συμφωνεί σε τέτοιες μη σύμφωνες με την πίστη θέσεις. Με βάση την πιστότητα στη συνοδική της
παράδοση, δεν μπορεί να δεχθεί δογματικές καινοτομίες, που, κατά την
παράδοση, εμποδίζουν την ενότητα της πίστεως και τη μετάληψη στο κοινό
Ποτήριο της Θείας Ευχαριστίας. Οι θεολογικές διαφορές και
αντιθέσεις σε θέματα πίστεως αποτελούν όντως μεγάλες πληγές, και η επούλωσή
τους καθιστά τον Θεολογικό διάλογο ιδιαίτερα επίπονο, όταν μάλιστα λάβει
κάποιος υπόψη και τις κοσμικές
επιδράσεις, πιέσεις και απαιτήσεις, που επιδιώκουν να υπεισέλθουν στον
διάλογο. Αίτια του Σχίσματος και της επί
1000 χρόνια διατηρήσεώς του είναι οι
καινοτομίες, οι προσθήκες και οι διαφοροποιήσεις, που αφορούν τα δόγματα και
τη ζωή των Ρωμαιοκαθολικών, όπως είναι το Filioque, το Πρωτείο, το Αλάθητο, η αθέτηση και αλλοίωση των Αποφάσεων των
Οικουμενικών Συνόδων, το Καθαρτήριον Πυρ, ο Ραντισμός στο Μυστήριο του
Βαπτίσματος, ο Άζυμος Άρτος στη Θεία Ευχαριστία κ.ά. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θέλει να έχει ενότητα πίστεως και Κοινωνία στο Κοινό Ποτήριο με
όλους τους Χριστιανούς, εφόσον, όμως, επιστρέψουν στην κοινή συνοδική
δογματική πίστη της Μίας Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Οι διαφορές δεν λύνονται, ούτε όταν αποφασίζουμε
να τις αφήνουμε πίσω μας, ούτε όταν θεωρούμε ότι έχουν χάσει την αιτία της
ύπαρξής τους ούτε, όμως, όταν εξαγιάζονται και καθιερώνονται, ως «πλούτος της
Εκκλησίας του Χριστού», όπως το πράττει η Ρώμη. Ο Πάπας ΙΔ’ συμμετείχε στον εορτασμό των 1700
χρόνων, από την διεξαγωγή της Α’ Οικουμενικής Συνόδου, στη Νίκαια, η οποία
τότε συγκλήθηκε για να αντιμετωπίσει τη δογματική αίρεση του Αρείου. Ελπίζουμε
το Πνεύμα που φώτισε τότε τους 318 Αγίους Θεοφόρους Πατέρες να φωτίσει όλους
τους Χριστιανούς να πορευθούν μέσα στην Μία Πίστη και Μία Αλήθεια, διότι η
Εκκλησία προχωρά την Μία Αλήθεια του Χριστού, μέσα στους αιώνες και μόνον αυτή
η αλήθεια και όχι οι κοσμικού χαρακτήρα διπλωματίες, αληθεύει και την αγάπη. Τις δογματικές καινοτομίες, προσθήκες και
παρερμηνείες η Ορθοδοξία τις θεωρεί πληγές, που, όπως σημείωσε στη συνάντησή
του με τον Πάπα ΙΔ’ ο Οικουμενικός Πατριάρχης, είναι ανάγκη να θεραπευτούν. Η εμμονή σε δογματικές πλάνες και καινοτομίες, που
διαιρούν το Σώμα του Χριστού, δεν θεραπεύουν τις πληγές του Σχίσματος και,
συνεπώς, δεν οδηγεί στην ενότητα της πίστεως και στην κοινωνία του Αγίου
Πνεύματος. Η Ρωμαιοκαθολική αντίληψη και ερμηνεία του σύγχρονου
θεολογικού διαλόγου, ως μέσου προς μία Ένωση, με διατήρηση των δογματικών διαφορών,
μειώνει, υποτιμά και αδυνατίζει, την προοπτική της θεολογικής εμβάθυνσης,
ανάλυσης και θεραπείας των αιτίων της διαίρεσης της Εκκλησίας. Κατευθυνόμενη η Ρώμη σε μια τέτοια πορεία -μη θεολογικού και
αληθινού διαλόγου- είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει την σύγχρονη προσέγγιση των
Χριστιανών Ανατολής - Δύσεως στα ίδια άγονα αποτελέσματα, που οδήγησε και η
στάση της στη Σύνοδο της Φεράρας - Φλωρεντίας (1438-1439). |
Iraklis Rerakis, Profesor
në Universitetin Aristotelian të Selanikut (AUTH) dhe “Frytet e takimit të Patrikut
Ekumenik me Papën Leo XIV” Më 03/12/2025, në revistën
romano-katolike The Catholic Herald, u botua një artikull me titull: Në këtë artikull thuhet,
ndër të tjera, se “predikimi i Patrikut përcolli diçka më shumë se një
thirrje për unitet. Ai nënkuptoi pritshmërinë që Roma —dhe jo Kostandinopoja—
duhet të bëjë lëshimet vendimtare dogmatike, në mënyrë që të rivendoset
bashkësia”. Më tej, theksohet se, kur Patriku
i cilëson dallime si Filioque ose Pagabueshmërisë e Papës si “pengesa”
për komunikimin, ai tregon drejtpërdrejt “dogmat mbi të cilat ndodhi skizma,
duke deklaruar se përgjegjësia për përçarjen rëndon kryesisht mbi Romën”. Roma ka treguar një
fleksibilitet të pranueshëm liturgjik për sa i përket Filioque-s —“e anashkalon
në Nikea dhe u lejon katolikëve të riteve lindore të recitojnë Simbolin e
Besimit pa të”. Për sa i përket Pagabueshmërisë
të Papës, artikulli thekson se kjo nuk është e negociueshme. “Po të ishte
kështu, do të nënkuptonte ndërprerjen e shpalljes së një termi dogmatik, i
cili u formulua zyrtarisht nga një Koncil Ekumenik, ai i Parë i Vatikanit.” Pyetja themelore që shtron
artikulli “është nëse dialogu katoliko-ortodoks mund të ecë përpara, pa u
kërkuar asnjërës Kishë të rishikojë dogma që përbëjnë elemente thelbësore të
identitetit të saj apostolik dhe sinodik. Uniteti nuk mund të kërkojë
shpërbërjen, shfuqizimin ose braktisjen e dogmave që secila Kishë i
konsideron të pandashme nga integriteti i saj dogmatik. Predispozita e
ngrohtë mund të hapë një derë që dikur ishte e mbyllur, por doktrina vazhdon
ta mbajë çelësin. Nuk ekziston një rrugë realiste drejt bashkësisë së plotë
që t’i kërkojë Katolicizmit të pushojë së shpalluri dogmat me të cilat ai
përcakton vetë identitetin e tij sinodik dhe apostolik.” Duke pasur parasysh, ndër
të tjera, edhe këto qëndrime romano-katolike të revistës, ne mendojmë, nga
këndvështrimi teologjik ortodoks, se me takimin e dy Primatëve u ngroh,
ndoshta pak më shumë, dëshira për afrimin e Ortodoksëve me Romano-Katolikët,
sidomos pas recitimit të përbashkët të Simbolit të Besimit pa Filioque.
Kuptuam sërish se të përbashkëtat që ekzistojnë ndërmjet Ortodoksëve dhe
Romano-Katolikëve, si të krishterë që jemi, janë të shumta. Megjithatë, dallimet që u
shfaqën historikisht në Perëndim, me risitë shtesë të karakterit laik të
Papizmit —para dhe pas Skizmës— përbëjnë tashmë, për Romën, pika të pandashme
të besimit të doktrinës së saj, ndërsa për besimin Ortodoks janë risi skizmatike. Patriku Ekumenik, me shumë
maturi, shprehu dhimbjen e tij për përçarjen e vazhdueshme dhe interesin e
tij të madh për dialogun teologjik, i cili duhet të vazhdojë në rrugën drejt
Bashkimit, duke theksuar me realizëm: Papa Leoni, nga ana e tij,
në një frymë të ngjashme me atë të revistës së sipërpërmendur, deklaroi, në
një qarkore drejtuar grigjës së tij, përpara se të nisej për takimin me Patrikun: Duke u thelluar në
deklaratat dhe pritshmëritë e mësipërme të dy Primatëve, konstatojmë se Patriku
e njeh dhe është koshient për pasojën e ndarjes, por shpreson në unitetin e
besimit përmes zhvillimit të një dialogu të vërtetë, të sinqertë dhe të
mundimshëm; ndërsa Papa thekson se dëshiron të fitojmë një mendim të
përbashkët dhe të përqendrohemi në një besim dhe një dashuri, por i
konsideron kundërshtitë teologjike si diçka të vjetër dhe të kapërcyer, që
duhet harruar. Në Kostandinopojë, po
ashtu, Papa, duke iu referuar dallimeve ndërmjet Ortodoksëve dhe
Romano-Katolikëve, nënvizoi se prania e traditave të ndryshme përbën
“shembull të pasurisë së Kishës. Traditat e ndryshme, të pranishme, tregojnë
pasurinë kishtare dhe dallimet që ekzistojnë përbëjnë ‘tipare të mëdha të
Kishës së Perëndisë’.” E vërteta, megjithatë,
është se Ortodoksia kurrë nuk ka rënë dakord dhe as nuk bie dakord me
qëndrime të tilla që nuk përputhen me besimin. Duke u bazuar në besnikërinë
ndaj traditës së saj sinodike, ajo nuk mund të pranojë risi dogmatike që,
sipas traditës, pengojnë unitetin e besimit dhe pjesëmarrjen në Kungatën e
përbashkët të Eukaristisë Hyjnore. Dallimet dhe kundërshtitë
teologjike në çështje besimi janë vërtet plagë të mëdha, dhe shërimi i tyre e
bën dialogun teologjik veçanërisht të mundimshëm, sidomos kur merren parasysh
edhe ndikimet, presionet dhe kërkesat laike që përpiqen të depërtojnë në
dialog. Shkaqet e Skizmës dhe të
ruajtjes së saj për 1.000 vjet janë risitë, shtesat dhe ndryshimet që lidhen
me dogmat dhe jetën e Romano-Katolikëve, si Filioque, Primati,
Pagabueshmëria, shkelja dhe shtrembërimi i Vendimeve të Koncileve Ekumenike,
Purgatori, spërkatja në Misterin e Pagëzimit, buka e pafermentuar në
Eukaristinë Hyjnore, etj. Kisha Ortodokse dëshiron
unitetin e besimit dhe bashkësinë në Kupën e Përbashkët me të gjithë të
Krishterët, por vetëm nëse ata kthehen në besimin e përbashkët sinodik
dogmatik të Një Kishë së Shenjtë, Katolike dhe Apostolike. Dallimet nuk zgjidhen as
duke vendosur t’i lëmë pas, as duke i konsideruar se kanë humbur arsyen e
ekzistencës së tyre, por as duke u shenjtëruar dhe institucionalizuar si
“pasuri e Kishës së Krishtit”, siç vepron Roma. Papa Leo XIV mori pjesë në
kremtimin e 1.700 viteve nga mbajtja e Koncilit të Parë Ekumenik në Nikea, i
cili u mblodh atëherë për të përballuar herezinë dogmatike të Arit.
Shpresojmë që Fryma që ndriçoi atëherë 318 Etërit e Shenjtë Theoforë, të
ndriçojë të gjithë të Krishterët që të ecin në Një Besim dhe në Një të
Vërtetë, sepse Kisha ecën përmes shekujve me Një të Vërtetë të Krishtit, dhe
vetëm kjo e vërtetë, e jo diplomacitë e karakterit laik, e vërteton
dashurinë. Risitë dogmatike, shtesat
dhe keqinterpretimet Ortodoksia i konsideron plagë, të cilat, siç theksoi Patriku
Ekumenik në takimin e tij me Papën Leo XIV, është e nevojshme të shërohen. Këmbëngulja në gabime dhe risi dogmatike, që e
ndajnë Trupin e Krishtit, nuk shëron plagët e Skizmës dhe, rrjedhimisht, nuk
çon në unitetin e besimit dhe në bashkësinë e Shpirtit të Shenjtë. Konceptimi dhe interpretimi romano-katolik i
dialogut teologjik bashkëkohor si mjet drejt një Bashkimi me ruajtjen e
dallimeve dogmatike, e zvogëlon, e nënvlerëson dhe e dobëson perspektivën e
thellimit, analizës dhe shërimit teologjik të shkaqeve të ndarjes së Kishës. Nëse Roma ecën në një rrugë të tillë —jo të një
dialogu teologjik të vërtetë— është e sigurt se afrimi bashkëkohor i të
Krishterëve të Lindjes dhe Perëndimit do të çojë në të njëjtat rezultate
shterpe, në të cilat e çoi edhe qëndrimi i saj në Sinodin e Ferrarës–Firences
(1438–1439). |
Σχόλια