Oπως είναι γνωστό, το ζήτημα της επιλογής ενός και μόνο αλφαβήτου για την απόδοση της αλβανικής γλώσσας ταλάνισε για αρκετές δεκαετίες τους Αλβανούς συγγραφείς και εθνικιστές και θεωρήθηκε ως απαραίτητη προϋ πόθεση και ταυτόχρονα αναπόσπαστο συστατικό στοιχείο της προσπάθειας τους για την πνευματική αφύπνιση του καθυστερημένου αλβανικού έθνους. Πολλά και ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι τα όσα μέχρι στιγμής έχουν γραφτεί σχετικά με τη διαμάχη για την καθιέρωση του λατινικού, του ελληνικού ή του αραβικού αλφαβήτου. Στην παρούσα περίπτωση θα σταθούμε μόνο στη χρή ση του ελληνικού αλφαβήτου για την απόδοση της αλβανικής γλώσσας το οποίο, παρ’ όλη τη διάδοση που γνώρισε κυρίως στο νότιο τμήμα της Αλβα νίας, δεν κατόρθωσε τελικά να επικρατήσει.
Η χρήση του ελληνικού αλφαβήτου φαίνεται ότι είχε μακρά παράδοση, καθώς οι πρώτες σχετικές μαρτυρίες είναι αρκετά πρώιμες: το πρώτο από τα δύο παλαιότερα σωζόμενα χειρόγραφα ανάγεται ήδη στο διάστημα μεταξύ 14ου και 16ου αι. Πρόκειται για μια περικοπή του Ευαγγελίου της Μ. Παρασκευής μεταφρασμένη στην αλβανική και πιο συγκεκριμένα στην τοσκική διά λεκτο του νότου3. Δυστυχώς το αλφάβητο, στη μορφή που μας σώζεται, δεν είναι πλήρες4, καθώς στο συγκεκριμένο απόσπασμα δεν αποδίδονται όλοι οι αλβανικοί φθόγγοι5, το γεγονός αυτό όμως δεν μειώνει καθόλου την αξία του. Το δεύτερο χειρόγραφο έχει γραφτεί στα μέσα περίπου του Που αι. από το Nilo Catalana, ορθόδοξο μοναχό του Mezzojuso της Σικελίας, όπου υπήρ χε ισχυρή ελληνοαλβανική κοινότητα, και περιλαμβάνει ένα ελληνοαλβανικό λεξικό και στοιχειώδη γραμματική της αλβανικής γλώσσας.
Με τα επόμενα κείμενα περνούμε κατευθείαν στο δεύτερο μισό του 18ου αι. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι την εποχή αυτή χρονολογούνται δύο λε ξικά γραμμένα από ανθρώπους που κατάγονταν από τη Μοσχόπολη —γνω στή για την πνευματική της ακτινοβολία— και που αποσκοπούσαν στην καλ λιέργεια της μητρικής γλώσσας των κατοίκων και στο γλωσσικό εξελληνισμό των ξενόφωνων πληθυσμών. Πρόκειται για την Πρωτοπειρία του Θεόδωρου Καβαλλιώτη, από τους επιφανέστερους διευθυντές της ελληνικής ακαδημίας της Μοσχόπολης, που τυπώθηκε στη Βενετία το 1770 και η οποία περιέχει ελληνο-αλβανο-βλαχικό λεξικό γραμμένο με ελληνικά στοιχεία. Το δεύτερο κεί μενο είναι η Εισαγωγική διδασκαλία του ιερομόναχου Δανιήλ Μοσχοπολίτη, το οποίο περιέχει και τετράγλωσσο λεξικό, της ελληνικής, βλαχικής, βουλγα ρικής και αλβανικής γλώσσας, γραμμένο επίσης με ελληνικά στοιχεία.
Όλα τα κατοπινά κείμενα χρονολογούνται στο 19ο αι., τέσσερα στο πρώτο μισό και τα υπόλοιπα στο δεύτερο μισό του. Πρώτο από αυτά είναι το ελληνοαλβανικό λεξικό του Μάρκου Μπότσαρη, του γνωστού ήρωα της Ελληνικής Επανάστασης, το οποίο γράφτηκε το 1809 στην Κέρκυρα. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για συστηματικό λεξικό, αλλά για μετάφραση στην αλβανική και συγκεκριμένα στην τοσκική διάλεκτο λέξεων και εκφρά σεων της ελληνικής. Ούτε το αλφάβητο που χρησιμοποιεί ο Μπότσαρης είναι συστηματικό, καθώς χρησιμοποιεί περισσότερα από ένα γράμματα του ελλη νικού αλφαβήτου για να αποδώσει τον ίδιο αλβανικό φθόγγο, με αποτέλεσμα να μην είναι εξυπηρετικό για τη γραφή της αλβανικής γλώσσας και κατά συνέπεια να μη βρει συνεχιστές.
Η πρώτη συστηματική προσπάθεια χρησιμοποίησης του ελληνικού αλφα βήτου για την απόδοση της αλβανικής έγινε με τη μετάφραση και έκδοση στην Κέρκυρα πρώτα του Κατά Ματθαίον Ευαγγελίου11 και έπειτα της Καινής Διαθήκης. Η σημερινή έρευνα αποδίδει τη μετάφραση των δύο κειμένων στο V. Meksi, υπό την επιστασία του αρχιεπισκόπου Εύβοιας Γρηγορίου Αργυροκαστρίτη. Το αλφάβητο που χρησιμοποιήθηκε στην έκδοση του 1827, το οποίο επαναλαμβάνεται και στην έκδοση της Καινής Διαθήκης του 1858 στην Αθήνα14, παρουσιάζει μικρές μόνο διαφοροποιήσεις από εκείνο του 1824. Πε ριλαμβάνει τα 24 γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου και 9 ειδικούς χαρα κτήρες, οι οποίοι σύμφωνα με πληροφορίες κατασκευάστηκαν από το Γεώργιο Παπαγεωργίου στην Κέρκυρα Η προσπάθεια αυτή του Meksi υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική και βρήκε αρκετούς συνεχιστές στους κατοπινούς συγγραφείς. Ο πρώτος και σημαντι κότερος από αυτούς είναι ο Γερμανός αλβανολόγος Ritter von Xylander οποίος στο έργο του Die Sprache der Albanesen oder Schkiptares'6 χρησιμο ποίησε για την απόδοση των αλβανικών λέξεων το αλφάβητο του Meksi του 1827, με μικρές μόνον αλλαγές.
Ενώ μέχρι τα μέσα του 19ου αι. οι περιπτώσεις χρησιμοποίησης του ελ ληνικού αλφαβήτου υπήρξαν, όπως είδαμε, περιορισμένες, αντίθετα στο δεύ τερο μισό του αιώνα ο αριθμός τους αυξάνεται θεαματικά. Πρόκειται βέβαια για την περίοδο της πρώτης εθνικής αφύπνισης των Αλβανών. Οι πρωτερ γάτες του κινήματος είχαν εξαρχής συνειδητοποιήσει την ανάγκη για την πνευματική καλλιέργεια του λαού, η οποία θα οδηγούσε κατόπιν στην ανά πτυξη της εθνικής του συνείδησης και στην απελευθέρωση. Μαζί λοιπόν με τη γενικότερη συγγραφική και τυπογραφική δραστηριότητα που παρατηρείται αυτή την εποχή, έξαρση γνωρίζει και η συγγραφή αλβανικών κειμένων με ελληνική γραφή, τα οποία απευθύνονταν κυρίως στους κατοίκους του νότου.
Πρώτο σε χρονική σειρά από την ομάδα αυτή των κειμένων είναι το έργο του αλβανολόγου J. G. Hahn, Albanesischen Studien, το οποίο εκτός των άλλων περιλαμβάνει γραμματική της αλβανικής, αλβανο-γερμανικό και γερμανο-αλβανικό λεξικό. Για τους αλβανικούς όρους ο συγγραφέας χρησιμοποίη σε το ελληνικό αλφάβητο, σε συστηματική μορφή και με πλήρη απόδοση των φθόγγων της αλβανικής. Πρόκειται για μια από τις πιο ολοκληρωμένες ερ γασίες που είχαν έως τότε δημοσιευτεί και ήταν φυσικό να επηρεάσει τους κατοπινούς συγγραφείς, με κυριότερο τον Κωνσταντίνο Χριστοφορίδη, έναν από τους ηγέτες του κινήματος για την εθνική αφύπνιση και τη διάδοση της αλβανικής παιδείας στο λαό, ο οποίος ήταν ταυτόχρονα και δάσκαλος του Hahn για την αλβανική γλώσσα.
Τα αλφάβητα που χρησιμοποίησε ο Χριστοφορίδης στις πολυάριθμες συγγραφικές και μεταφραστικές εργασίες του, στα χειρόγραφα και τις επι στολές του, χρήζουν ιδιαίτερης μελέτης- στην περίπτωση αυτή θα περιοριστού με στις δύο βασικές παραλλαγές του ελληνικού αλφαβήτου, αυτήν που χρησι μοποίησε στη γραμματική της αλβανικής γλώσσας και στο λεξικό του που εκδόθηκε μετά το θάνατό του, οι οποίες άλλωστε φανερώνουν και τις λύσεις που επέλεξε κάθε φορά ο συγγραφέας για τη γραφή της αλβανικής γλώσσας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Χριστοφορίδης, προκειμένου τα έργα του να γνωρίσουν όσο το δυνατόν ευρύτερη διάδοση στον αλβανικό λαό, μετέφραζε τα ίδια κείμενα —κυρίως από τη δεκαετία του 1870 και εξής— στην τοσκική διάλεκτο με το ελληνικό αλφάβητοκαι στην γκεκική, τη διάλεκτο του βορρά, με το λατινικό, όπου το καθένα ήταν περισσότερο διαδεδομένο αντίστοιχα.
Τρία διαφορετικά αλφάβητα βασισμένα στο ελληνικό χρησιμοποίησαν, προκειμένου να αποδώσουν την αλβανική γλώσσα, δύο από τους σημαντικό τερους εκφραστές του κινήματος για την εθνική αφύπνιση των Αλβανών. Ο πρώτος είναι ο Ιωάννης Βρεττός, ο οποίος εξέδωσε το 1866 τη γραμματική της ελληνικής γλώσσας γραμμένη στα αλβανικά24, ενώ ακολούθησαν δύο ακόμη παραλλαγές του ελληνικού αλφαβήτου, στα 1877 και 1878, με μικρές μόνο διαφορές μεταξύ τους. Η προσπάθεια του Βρεττού ήταν ιδιαίτερα συ στηματική σε ό,τι αφορά την ακρίβεια στην απόδοση των αλβανικών φθόγγων και η συμβολή του στη διαμόρφωση του αλφαβήτου της Κωνσταντινουπόλεως το 1879 υπήρξε σημαντική. Ο δεύτερος είναι ο D. Camarda, από τους πιο γνωστούς εκπροσώπους των Αλβανών της Ιταλίας, ο οποίος χρησιμοποίησε το ελληνικό αλφάβητο σε τρία έργα του: πρόκειται για τα Saggio di grammatologia comparata sulla lingua albanesé11, Alfabeto generale albano-epirotico και A Dora d’Istria - gli albanesi, τα οποία εκδόθηκαν στο Livorno στα 1864, 1869 και 1870 αντί στοιχα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα δύο τελευταία έργα ο Camarda τα έγραψε με δύο αλφάβητα, με το λατινικό για την γκεκική διάλεκτο και με το ελληνικό για την τοσκική, όπως ακριβώς θα κάνει λίγο αργότερα και ο Χριστοφορίδης. Σε γενικές γραμμές, το ελληνικό αλφάβητο του Camarda βασίστηκε σε εκείνο του Hahn, όπως αναφέρει και ο ίδιος ο συγγραφέας στην εισαγωγή του πρώτου από τα τρία έργα του, με αρκετές όμως αλλαγές. Στο αλφάβητο του Camarda του 1864 με τη σειρά του βασίστηκε και ο Th. Mitko στη λαογραφική συλλογή του Αλβανική μέλισσα και στο ποίημα Οι Αλβανοί, που εκδόθηκαν στην Αλεξάνδρεια στα 1878 και 1881 αντίστοιχα.
Από τη σύντομη αυτή καταγραφή δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε το έργο του Λ. Γ. Μπέλλου, Αλβανικά ή αι τρεις ζώσαι διάλεκτοι της ελληνι κής γλώσσης, που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1902. Το έργο αυτό αποτελεί συ νέχεια των απόψεων περί φυλετικής συγγένειας μεταξύ Ελλήνων και Αλβα νών και περί ελληνικής καταγωγής της αλβανικής γλώσσας, απόψεις που εί χαν εμφανιστεί ήδη από τη δημιουργία του ελληνικού κράτους παράλληλα με την πολιτική κίνηση για την ίδρυση ενός δυαδικού ελληνοαλβανικού κρά τους. Γι’ αυτό και στο σύντομο αλβανοελληνικό λεξικό που παραθέτει στο τέλος, ο συγγραφέας αποδίδει τις αλβανικές λέξεις με ελληνικά στοιχεία.
Το πρώτο και σημαντικότερο πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι συγγραφείς που επέλεξαν να υιοθετήσουν το ελληνικό αλφάβητο για τη γρα φή της αλβανικής γλώσσας ήταν το γεγονός ότι τα 24 ελληνικά γράμματα δεν επαρκούσαν για να αποδώσουν το σύνολο των αλβανικών φθόγγων. Οι λύσεις που τελικά επιλέχθηκαν ήταν δύο και, με βάση το κριτήριο αυτό, είναι δυνατό να γίνει μια πρώτη διάκριση μεταξύ των διαφόρων ελληνικών αλφα βήτων. Έτσι, η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τα αμιγώς ελληνικά αλφάβητα, στα οποία το κενό συμπληρώθηκε με τη χρήση διακριτικών σημείων στα ήδη υπάρχοντα ελληνικά γράμματα. Πρόκειται για μια πρακτική που επινοήθηκε και εφαρμόστηκε για πρώτη φορά από το V. Meksi στην έκδοση του 1824 και που ακολούθησαν κατόπιν και οι υπόλοιποι συγγραφείς. Η δεύτερη ομάδα περιλαμβάνει τα μικτά αλφάβητα, στα οποία συμπεριλήφθηκαν και γράμμα τα του λατινικού αλφαβήτου.
Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται το αλφάβητο της περικοπής του Ευαγγελίου του 14ου-16ου αι. (με εξαίρεση τη χρήση του γράμματος g για την απόδοση του αλβανικού ν), του Δανιήλ Μοσχοπολίτη, τα δύο αλφάβητα του V. Meksi (με εξαίρεση τη χρήση του λατινικού b μόνο στο αλφάβητο του 1824 για την απόδοση του αντίστοιχου αλβανικού φθόγγου), το αλφάβητο του R. von Xylander —ο οποίος άλλωστε, όπως αναφέρθηκε, ακολούθησε σε γενικές γραμμές το Meksi— και τέλος το αλφάβητο του Λ. Μπέλλου. Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται τα υπόλοιπα αλφάβητα, των Μ. Μπότσαρη, J. G. Hahn, I. Βρεττού, Κ. Χριστοφορίδη, D. Camarda και Th. Mitko.
Αυτό που θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς είναι το γεγονός ότι σε γενικές γραμμές τα αμιγώς ελληνικά αλφάβητα, με εξαίρεση εκείνο του Μπέλλου, είναι προγενέστερα των μικτών. Κανένα από αυτά δεν αγγίζει το δεύτερο μισό του 19ου αι., ενώ αντίθετα τα μικτά αλφάβητα τοποθετούνται μόνο σ’ αυτό το χρονικό διάστημα, με εξαίρεση μόνο το αλφάβητο του Μ. Μπότσαρη, ο οποίος ωστόσο φαίνεται να είχε δεχθεί σημαντικές επιρροές, ακόμη και στη διάλεκτο που χρησιμοποιεί στο λεξικό του, από τις ελληνοαλ-βανικές κοινότητες της Κ. Ιταλίας και Σικελίας. Τη διαφοροποίηση αυτή θα μπορούσε ίσως να ερμηνεύσει ως ένα βαθμό η προπαγάνδα υπέρ του λατινι κού αλφαβήτου που είχε αρχίσει να γίνεται ιδιαίτερα έντονη κατά τις τελευ ταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα και η οποία ήταν δυνατό να είχε επη ρεάσει τους συγγραφείς της περιόδου —δεν πρέπει βέβαια να ξεχνούμε ότι τρεις από τους συγγραφείς που χρησιμοποίησαν το ελληνικό αλφάβητο, οι Χριστοφορίδης, Camarda και Mitko, χρησιμοποιούσαν ταυτόχρονα και το λατινικό για τη γραφή της αλβανικής.
Μια δεύτερη διάκριση μεταξύ των ελληνικών αλφαβήτων μπορεί να γίνει με βάση το κριτήριο της συστηματικής απόδοσης κάθε αλβανικού φθόγγου με διαφορετικό γράμμα ή δίψηφο φωνήεν ή σύμφωνο της ελληνικής: έτσι, η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει εκείνα τα αλφάβητα, στα οποία δεν αποδίδεται συστηματικά κάθε αλβανικός φθόγγος με διαφορετικό γράμμα, ενώ η δεύτερη τα αλφάβητα που συστηματικά τηρούν την αναλογία ένα προς ένα. Στην πρώτη εντάσσονται το αλφάβητο της περικοπής του Ευαγγελίου του 14ου-16ου αι., του Δανιήλ Μοσχοπολίτη, του Μάρκου Μπότσαρη, τα δύο αλφά βητα του Meksi, το αλφάβητο του Xylander, τα τρία αλφάβητα του Camarda και το αλφάβητο του Μπέλλου. Στη δεύτερη κατηγορία εντάσσονται τα υπό λοιπα αλφάβητα, των Hahn, Χριστοφορίδη, Βρεττού και Mitko.
Και στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαμε να παρατηρήσουμε ότι τα πιο συστηματικά αλφάβητα είναι και τα μεταγενέστερα, καθώς ανήκουν όλα στο δεύτερο μισό του 19ου αι. Επιπλέον, είναι όλα μικτά αλφάβητα. Φαίνεται λοιπόν ότι οι δημιουργοί τους, πιστοί στην άποψη ότι κάθε φθόγγος πρέπει να αποδίδεται με ένα γράμμα προκειμένου να αποφεύγονται συγχύσεις και επαναλήψεις, αλλά κι επειδή αυτός ήταν ο μόνος τρόπος ώστε να ανοίξει ο δρόμος για ένα συστηματικό αλφάβητο που θα ήταν κατάλληλο να αποδώσει την αλβανική γλώσσα, απέβαλαν τη χρήση των διακριτικών συμβόλων από τα ελληνικά γράμματα (κυρίως την τελεία ή τις δύο τελείες) και υιοθέτησαν τη χρήση λατινικών γραμμάτων, με τα οποία άλλωστε οι Αλβανοί ήταν ως ένα βαθμό εξοικειωμένοι και θα μπορούσαν εύκολα να τα κατανοήσουν.
Η τάση μάλιστα αυτή γίνεται ιδιαίτερα εμφανής στους δύο συγγραφείς Κ. Χριστοφορίδη και I. Βρεττό, οι οποίοι χρησιμοποίησαν περισσότερα του ενός αλφάβητα'για την απόδοση της αλβανικής. Οι αλλαγές που παρατη ρούνται μεταξύ των αλφαβήτων του Χριστοφορίδη του 1882 και 1904 δεί χνουν ότι ο συγγραφέας απέβαλε τη χρήση των διακριτικών σημείων από τα ελληνικά γράμματα γ, λ, ν, κ και ρ για την απόδοση των αλβανικών φθόγ γων gj, 1, nj, q και rr αντίστοιχα. Στη θέση τους χρησιμοποιεί πλέον λατινικά γράμματα ή δίψηφα, τα οποία σχηματίζει κυρίως με τη βοήθεια του j. Έτσι, το αλφάβητο του 1904 καταλήγει σε μια μορφή σχεδόν όμοια με εκείνη του αλφαβήτου του Hahn του 1854. Κατά παρόμοιο τρόπο ο Βρεττός στο αλφά βητο του 1878 αντικατέστησε με δίψηφα τους ειδικούς χαρακτήρες που είχε δημιουργήσει και χρησιμοποιήσει σ’ εκείνο του 1877 για την απόδοση των αλ βανικών ç, gj, nj, X, xh, z και ng. Ειδικότερα μάλιστα για την απόδοση των x και xh φαίνεται ότι δανείστηκε τα δίψηφα do και ds που για πρώτη φορά έθεσε σε χρήση ο Camarda το 1864.
Προς την ίδια κατεύθυνση συστηματοποίησης των αλφαβήτων φαίνεται ότι κινήθηκαν και μερικοί από τους συγγραφείς της πρώτης κατηγορίας, οι οποίοι προσπάθησαν να μειώσουν το μεγάλο αριθμό των γραμμάτων που βρίσκονταν σε χρήση ώστε να δώσουν μια πιο σαφή μορφή στα αλφάβητα που χρησιμοποιούσαν, χωρίς ωστόσο να φτάσουν στην πλήρη αναλογία του ένα προς ένα. Έτσι, ενώ όπως είπαμε ο Xylander ακολούθησε σε γενικές γραμ μές το αλφάβητο του Meksi του 1827, περιόρισε ωστόσο τα πολλά γράμματα που χρησιμοποίησε ο δεύτερος, κυρίως για την απόδοση των αλβανικών φθόγγων k, 1,11, nj, q και г, ενώ παράλληλα απέβαλε τη χρήση των ψ, γγ και γκ για την απόδοση των αλβανικών ps, ngj και ng αντίστοιχα.
Κατά παρόμοιο τρόπο ο Camarda, παρόλο που ξεκίνησε το 1864 από ένα αλφάβητο 45 γραμμάτων για την απόδοση των 36 φθόγγων της αλβανικής, προσπάθησε σταδιακά να περιορίσει το μεγάλο αυτό αριθμό, αφαιρώντας τα επιπλέον γράμματα που είχε χρησιμοποιήσει για την απόδοση των αλβανικών ë, h, rr και s, ενώ απέβαλε επίσης το γράμμα j. Την εξέλιξη του αλφαβήτου του Camarda προς μια πλήρως συστηματική απόδοση κάθε φθόγγου με διαφορετικό γράμμα ανέλαβε τελικά ο Mitko, ο οποίος απέβαλε όλα τα επιπλέον γράμματα που χρησιμοποίησε ο Camarda για τους φθόγγους ë, g, h, 1, rr, s και u, ενώ ταυτόχρονα δεν χρησιμοποίησε τα ελληνικά ξ και ψ για την απόδοση των αλβανικών ks και ps αντίστοιχα.
Παρά τη διάδοσή του κυρίως στο νότιο τμήμα της χώρας και τη χρησι μοποίησή του από σημαντικούς Αλβανούς συγγραφείς και πατριώτες, το ελ ληνικό αλφάβητο, όπως έχει ήδη αναφερθεί, δεν κατόρθωσε τελικά να επι κρατήσει του λατινικού. Η προπαγάνδα υπέρ της υιοθέτησης του λατινικού αλφαβήτου, με πρωτεργάτες τη Sacra Congregatio de Propaganda Fide και τον καθολικό κλήρο γενικότερα, είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίς, ήδη από το 17ο αι., και πήρε ευρύτερες διαστάσεις από το 18ο αι. και εξής14, με αποτέλε σμα να επιτύχει την εμπέδωσή του ως του ιδανικότερου αλφαβήτου για την απόδοση της αλβανικής γλώσσας, τουλάχιστον στο κεντρικό και βόρειο τμήμα της χώρας. Η πολιτική ανάμιξη της Ιταλίας και της Αυστρίας στο αλ βανικό ζήτημα, κυρίως κατά το 19ο αι., οπωσδήποτε ενίσχυσε την προσπάθεια αυτή
Προς την ίδια κατεύθυνση συντέλεσε βέβαια και η διαμάχη που αναπτύ χθηκε με το ελληνικό κράτος σχετικά με την τύχη των εδαφών της Ηπείρου. Οι Αλβανοί εθνικιστές είδαν τις ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις ως μια προσπάθεια προσάρτησης αλβανικών εδαφών και θεώρησαν την υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου ως ένα μέσο αντίστασης στην επέκταση του ελληνορθόδοξου πολιτισμού και την ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου στη χώρα.
Υπήρχαν βέβαια και λόγοι καθαρά πρακτικοί που συνηγορούσαν υπέρ της επικράτησης του λατινικού αλφαβήτου για την αλβανική γλώσσα. Η χρη σιμοποίησή του επέτρεπε την εκτύπωση βιβλίων οπουδήποτε στον κόσμο χω ρίς ιδιαίτερες δυσκολίες, πράγμα για το οποίο ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα οι πρωτεργάτες του κινήματος για την εθνική αφύπνιση, ως το προσφορότερο μέσο για τη διάδοση της παιδείας και την άνοδο του πνευματικού επιπέδου του λαού. Και από την άποψη αυτή, της προετοιμασίας δηλαδή του δρόμου που θα οδηγούσε στην εθνική χειραφέτηση των Αλβανών, το λατινικό αλφά βητο θα πρέπει ίσως να θεωρηθεί ως η ορθότερη επιλογή που θα μπορούσε να είχε γίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου