Në
kujtim të Kryepeshkopit të Shqipërisë Anastasit
«Sepse
për këtë dhe mundohemi dhe qortojmë, sepse shpresuam te Zoti i gjallë, që
është Shpëtimtar i të gjithë njerëzve, sidomos i besimtarëve» (1 Tim. 4, 9).
«Edhe ne për këtë përballojmë mundime dhe qortime, sepse mbështetëm shpresën
tonë te Zoti i vërtetë, që është Shpëtimtar i të gjithë njerëzve dhe sidomos
i besimtarëve».
Apostulli
Pavël, duke iu drejtuar nxënësit të tij Timoteut, përmend dy karakteristika
bazë të cilësive të të krishterit: mundimi dhe qortimi.
Mundimi
lidhet me vendimin e besimtarit për të treguar mënyrën e besimit jo në mënyrë
intelektuale apo teorike, por në praktikë, përmes punës së tij për dashurinë
ndaj Zotit. Mundim është lutja. Mundim është shpallja e fjalës së Zotit.
Është ndjenja e misionit që të krishterët duhet të ndihmojnë për ta bërë
botën të jetojë. Dhe jeta e botës nuk ka të bëjë vetëm me mbijetesën, që vjen
edhe përmes bamirësisë dhe solidaritetit. Ajo vjen me tepricën e saj, që
është shfaqja e Krishtit dhe përjetimi i Tij në çdo rast. Dhe përgjegjësinë e
kemi ne, ata që besojmë. Të jetojmë Krishtin dhe ta shfaqim Atë.
Qortimi
lidhet me durimin që jemi thirrur të tregojmë përballë triumfit të shpirtit
të sekularizuar, i cili na rrethon dhe na çon drejt rrugës së nihilizmit,
mohimit të dashurisë, theksimit të egocentrizmit, të drejtave pa përgjegjësi,
indiferencës ndaj të afërmit, lakmisë, dëshirës për kënaqësi dhe dashurisë
për vetveten. Por lidhet edhe me durimin përballë njerëzve të veçantë që na
rrethojnë, të cilët na përqeshin, na lëndojnë, refuzojnë besimin tonë,
identitetin tonë, përpjekjen tonë, na trishtojnë, na bëjnë të ndihemi se ajo
çfarë jemi jo vetëm që vihet në dyshim, por edhe konsiderohet e pavlerë,
bashkë me ne. Qortimi, në fakt, është refuzimi i personit tonë dhe
identitetit tonë. Kërkon pra tolerancë, qëndrueshmëri dhe stabilitet.
Mundimi dhe qortimi, siç e shohim nga apostulli Pavël,
nuk janë karakteristika vetëm të kohës sonë, por edhe të çdo periudhe ku ka
të krishterë. Vetë Krishti u qortua nga njerëzit, u refuzua, u kryqëzua,
vdiq, sepse bota nuk mundi të kuptonte mesazhin e Tij dhe praninë e Tij.
Gjithë historia e njerëzimit në fakt është një luftë kundër Zotit, një qortim
i besimit, sepse njeriu nuk mjaftohet të vetëhyjnohet, por dëshiron të fshijë
Zotin nga realiteti i jetës dhe ekzistencës.
Fakti që Kisha vazhdon të japë dëshminë e saj, që
shenjtorët nuk reshtin së ekzistuari, që Krishti është i pranishëm në zemrat
dhe jetën e shumë njerëzve, është dëshmi se si mundimi ashtu dhe qortimi nuk
e thyejnë besimin. Këtë duhet ta kujtojmë të gjithë. Në fund, fuqia e
Krishtit përsoset në dobësi. Dhe nëse dëshirojmë të jemi të krishterë dhe jo
thjesht të quhemi të tillë, le të mos e harrojmë. Kjo është mënyra e Kishës,
që të çon në rrugën e ringjalljes dhe të përjetësisë. Duke nisur nga dashuria
për Zotin dhe për të afërmin, ne përballojmë sprovat dhe tundimet, qoftë nga
djalli, nga bota, nga njerëzit, apo nga vetja jonë. Pikërisht, sepse si
Pavli, shpresojmë te Zoti që është i gjallë dhe shpëton.
At Themistokli Mourtzanos
26
janar 2025, E Diela e Zakaut
http://www.nyxthimeron.com/
|
Στη μνήμη του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου
« Εἰς
τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι
σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν» (Α’ Τιμ. 4,
9)
«Κι
ἐμεῖς γι’ αὐτὸ ὑπομένουμε κόπους καὶ ὀνειδισμούς, γιατὶ στηρίξαμε τὴν ἐλπίδα
μας στὸν ἀληθινὸ Θεό, ποὺ εἶναι σωτήρας ὅλων τῶν ἀνθρώπων κι ἰδιαίτερα τῶν
πιστῶν».
Ο
Απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στον μαθητή του Τιμόθεο, αναφέρει δύο βασικά
χαρακτηριστικά της ιδιότητας του χριστιανού. Είναι ο κόπος και ο ονειδισμός.
Ο
κόπος έχει να κάνει με την απόφαση του πιστού να καταδείξει τον τρόπο της
πίστης όχι διανοητικά ή θεωρητικά, αλλά στην πράξη, με την εργασία του για
την αγάπη του Θεού. Κόπος είναι η προσευχή. Κόπος είναι η διακήρυξη του λόγου
του Θεού. Είναι η αίσθηση της αποστολής ο χριστιανός να βοηθήσει , ώστε να
ζήσει ο κόσμος. Και η ζωή του κόσμου δεν έχει να κάνει μόνο με την επιβίωση,
που έρχεται και με τη βοήθεια της φιλανθρωπίας και της αλληλεγγύης. Έρχεται
με την περίσσειά της, που είναι η φανέρωση του Χριστού και η βίωσή
Του σε κάθε περίσταση. Και την ευθύνη την έχουμε εμείς, όσοι πιστεύουμε. Να
ζούμε τον Χριστό και να Τον φανερώνουμε.
Ο
ονειδισμός έχει να κάνει με την υπομονή που καλούμαστε να δείξουμε έναντι του
θριάμβου του εκκοσμικευμένου πνεύματος, το οποίο μας περικυκλώνει και μας
οδηγεί στην οδό του μηδενισμού, στην άρνηση της αγάπης, στην πρόταξη του
εγωκεντρισμού, στον δικαιωματισμό, στην αδιαφορία για τον συνάνθρωπο, στην
πλεονεξία, στην φιληδονία και την φιλαυτία. Έχει να κάνει όμως και
με την υπομονή έναντι των συγκεκριμένων ανθρώπων που μας περιβάλλουν , οι
οποίοι ειρωνεύονται, πληγώνουν, απορρίπτουν την πίστη, την ταυτότητα, την
προσπάθειά μας, μας θλίβουν, μας κάνουν να αισθανόμαστε ότι αυτό που είμαστε
όχι μόνο αμφισβητείται, αλλά και θεωρείται άχρηστο, μαζί με μας. Ο
ονειδισμός, στην πραγματικότητα, είναι η απόρριψη του προσώπου μας και της
ταυτότητάς μας. Θέλει λοιπόν ανοχή, αντοχή και σταθερότητα.
Ο
κόπος και ο ονειδισμός, όπως διαπιστώνουμε από τον απόστολο Παύλο, δεν είναι
χαρακτηριστικό μόνο των καιρών μας, αλλά και κάθε εποχής στην οποία υπάρχουν
χριστιανοί. Ο Ίδιος ο Χριστός ονειδίστηκε από τους ανθρώπους, απορρίφθηκε,
σταυρώθηκε, πέθανε διότι δεν μπορούσε ο κόσμος να αντιληφθεί το μήνυμά Του
και τη παρουσία Του. Όλη η ιστορία της ανθρωπότητας στην πραγματικότητα είναι
μια πάλη εναντίον του Θεού, ένας ονειδισμός της πίστης, καθότι ο άνθρωπος δεν
αρκείται στο να αυτοθεώνεται, θέλει και να διαγράψει τον Θεό από την
πραγματικότητα της ζωής και της ύπαρξης.
Το
ότι η Εκκλησία εξακολουθεί να δίνει την μαρτυρία της, το ότι οι άγιοι δεν
παύουν να υφίστανται, το ότι ο Χριστός είναι παρών στις καρδιές και τη ζωή
πολλών, αποτελεί απόδειξη ότι τόσο ο κόπος όσο και ο ονειδισμός δεν
συντρίβουν την πίστη. Αυτό ας το θυμόμαστε όλοι μας. Τελικά, η δύναμη του
Χριστού εν ασθενεία τελειούται. Και αν θέλουμε να είμαστε χριστιανοί και όχι
απλώς να λεγόμαστε, ας μην το λησμονούμε. Αυτός είναι ο τρόπος της Εκκλησίας,
που οδηγεί στον δρόμο της ανάστασης και της αιωνιότητας. Ξεκινώντας από την
αγάπη για τον Θεό και τον συνάνθρωπο αντέχουμε τις δοκιμασίες και τους
πειρασμούς είτε εκ του διαβόλου είτε εκ του κόσμου είτε εκ των ανθρώπων είτε
εκ του εαυτού μας. Ακριβώς, διότι όπως ο Παύλος, ελπίζουμε στον
Θεό που είναι ζων και σώζων.
π.
Θεμιστοκλής Μουρτζανός
26
Ιανουαρίου 2025, Κυριακή του Ζακχαίου
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου