
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΘΛΙΟΤΗΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Ιερός Αυγουστίνος
Αλλοίμονό μου τοῦ ταλαίπωρου! Πότε ἄραγε θὰ μπορέση ή στρεβλότητα ή δική μου νὰ ταιριάση κάπως μὲ τὴν εὐθύτητα τη δική σου; Ἐσὺ Κύριε χαίρεις σὰν ἀφιερώνεσαι στὴ μόνωσι, κι ἐγὼ προτιμῶ ἀντὶ γι' αὐτὴν τὴ μέριμνα τοῦ δίου. Ἐσὺ τὴ σιγή, κι ἐγὼ τὸ θόρυβο. Σὺ τὴν ἀλήθεια, ἐγὼ τὴ ματαιότητα. Σὺ τὴν καθαρότητα, κι ἐγὼ ἐπιδιώκω τὴν ἀκαθαρσία. Τι περισσότερο ν' ἀπαριθμήσω; Σὺ Δέσποτα εἶσαι ὁ πραγματικὰ ἀγαθός, ἐνῶ ἐγὼ εἶμαι πονηρός. Ἐσύ 'σαι συμπονετικός, κι ἐγὼ ἄπονος. Σὺ ἄγιος, κι ἐγὼ γεμᾶτος αἴσχη, ὁ ἐλεεινός. Σὺ δίκαιος, ἐγὼ ἄδικος. Ἐσὺ τὸ φῶς, κι ἐγὼ ὁ τυφλωμένος. Σὺ ἡ ζωή, κι ἐγὼ τώρα πιὰ νεκρωμένος. Σύ 'σαι ή γιατρειά, κι ἐγὼ νοσῶ. Σὺ ἡ χαρά, ἐγὼ ἡ ἀνία. Σὺ ἡ ἀκρότατη ἀλήθεια, ἐγὼ ἡ τέλεια ματαιότης, ὅπως καθένας σὲ τούτη τὴ ζωή. ᾿Αλλοίμονό μου! Τι νὰ εἰπῶ, λοιπόν, Δημιουργέ; ῎Ακουσε, Δημιουργέ μου: Είμαι δημιούργημα δικό σου καὶ ὅμως χάθηκα. Κτίσμα σου εἶμαι κι ὅμως πεθαίνω. Ἔργο δικό σου εἶμαι, καὶ στὸ μηδὲν ξαναγυρίζω τώρα. Πλάσμα σου εἶμαι. «Αἱ χεῖρες σου ἐποίησαν με καὶ ἔπλασὰν με». Τὰ χέρια σου λέγω ἐκεῖνα, ποὺ καρφωθήκαν στὸ ἱκρίωμα γιὰ χάρι μου. «Κύριε, τὸ ἔργο τῶν χεριών σου μὴν παραβλέψης». Ξανακύττα, σὲ παρακαλώ, τῶν χεριών του τις πληγές, Νά, μὲ κατάγραψες πάνω στα χέρια σου αὐτά, Κύριε ὁ Θεός μου. Διάβασε τὴν ἀπογραφὴ αὐτὴ καὶ σώσε με! Τώρα σ' ἐσέ, ἐγὼ τὸ ποίημά σου στενάζω: Εἶσαι ὁ κτίστης, ξανακτϊσέ με. Νὰ με, τὸ κτίσμα σου σὲ σένα ἀνακράζω: Ἐσύ 'σαι ἡ ζωή, δός μου ζωή, ζωοποίησέ με. Τώρα, ποὺ μὲ τὰ μάτια μου σὲ σένα καταφεύγω ἐγὼ τὸ πλαστούργημά σου, ἐσὺ ὁ πλαστουργός μου, ξανάπλασέ με. Λυπήσου με, Κύριε! Γιατὶ ἔφτασαν οἱ ἡμέρες μου στὸ μηδέν. ★ Τι 'ναι ὁ ἄνθρωπος, ὥστε νὰ μιλάη, τέτοιος ποὺ εἶναι, πρὸς τὸ Θεό, τὸν ποιητή του; Λυπήσου με Κύριε, ποὺ σοῦ μιλῶ τόσο κοντά! Δείξου συγκαταβατικὸς στὸ δοῦλο σου, μιᾶς καὶ τολμᾶ ν᾿ ἀνοίξη χείλη, στὸν τόσο μεγάλον Κύριό του! Σὲ ὥρα ἀνάγκης δὲν ἰσχύει νόμος. Τ᾿ ἀπαίσιο βάρος μὲ φέρνει στὴν ἀνάγκη νὰ μιλήσω. Ἡ ἀθλιότης ἀπὸ τὴν ὁποία πάσχω, μὲ βιάζει ἔντονα νὰ κράξω. Άρρωστος είμαι, τὸ γιατρὸ ἐπικαλούμαι. Τυφλὸς εἶμαι, στὸ φῶς προστρέχω. Νεκρώθηκα, πρὸς τὴ ζωὴ στενάζω ἐπικλητικά. Σὺ εἶσαι ὁ γιατρός, ἐσὺ τὸ φῶς, σὺ ἡ ζωή Ἰησοῦ Ναζαρηνέ, δείξε μου οἶκτο! Υἱὲ Δαβίδ, ἐλέησόν με. Πηγὴ τοῦ ἐλέους, ἐπάκουσε τι ὁ ἄρρωστος πρὸς ἐσένα ἀναχρη Σὺ φῶς περαστικό, πρόσμεινε τὸν τυφλωμένο, ἅπλωσέ του ἕνα χέρι, νὰ φτάση ὡς ἐσένα καὶ στὸ δικό σου φῶς νὰ ἰδὴ τὸ φῶς. Ἐσὺ ζωντανὴ ζωὴ ξαναζωντάνεψε τὸ νεκρωμένο! Ποιός εἶμ᾿ ἐγὼ ποὺ ἀπευθύνομαι σε σένα; ᾿Αλλοίμονό μου, Κύριε. Λυπήσου με! Ἐγὼ εἶμαι σαπισμένο πτώμα, τροφὴ τῶν σκουληκιῶν, βρωμερό σκεῦος, ἄχυρο γιὰ τὴ φωτιά. Τί εἶμ᾽ ἐγὼ ποὺ ὁμιλῶ μαζί σου; ᾿Αλλοίμονό μου, Κύριε, λυπήσου με! "Ανθρωπος εἶμ᾿ ὁ ταλαίπωρος ἐγώ, ἄνθρωπος ἀπὸ γυναῖκα γεννημένος, μὲ λιγοστὰ τὰ χρόνια τῆς ζωῆς μου, γεμᾶτος ὡς ἐπάνω ἀπὸ κακοτυχιά. ῎Ανθρωπος, τὸ ἐπαναλαμβάνω, ποῦγινα ἕνα μὲ τὴ ματαιότη ποὺ παραβγῆκα μὲ τὰ κτήνη τὰ ἀνόητα, καὶ παραπλήσιος μ' αὐτὰ κατάντησα. Τι 'μαι πάλιν ἐγώ; "Αβυσσος ζοφερή, ἄθλια γῆ, γυιὸς τῆς ὀργῆς, σκεθος τῆς ἀτιμίας, κυοφορήθηκα μ' ἀκάθαρτες διαθέσεις, ζῷ σὲ ταλαιπωρία, καὶ θὰ πεθάνω μέσα σε στενοχώρια. Κρίμα ὁ ἐλεεινός! Τι ἄρα εἶμαι; Καὶ τὶ θὰ ἀπογίνω; Κοπριᾶς ἀγγεῖο, γωνιά σαπίλας, γεμάτος δυσωδία καὶ ἀηδία καὶ σιχασιὰ φρικτήν Τυφλός, φτωχός, γυμνός, ποὺ ὑπόκειμαι σε μύριες ἀνάγκες, καὶ ἀγνοῦ τόσο πῶς μπήκα, ὅσο καὶ πῶς θὰ ἐβγῶ ἀπ' τὴ ζωή. Οἰκτρός, θνητός, ποὺ οἱ ἡμέρες μου φεύγουν σαν σκιά, κι ο βίος μου ἐξαφανίζεται σὰν κάποιο σκοτάδι φεγγαριού. Σὰν ἄνθος τοῦ φυτού προβάλλει καὶ στὴ στιγμὴ μαραίνεται, φυτὸ ποὺ τώρα δὰ ἀνθεῖ γιὰ λίγο, καὶ νὰ, σὲ λίγο ξηραίνεται καὶ πάλι. Ἡ ζωή μου, λέγω, εἶναι εὔθραυστη ζωή, ζωὴ ποὺ φεύγει εὔκολα, ζωὴ ποὺ ὅσο πιὸ πολὺ αὐξάνεται τόσο καὶ πιὸ πολὺ σιγανοτελειώνει. Ζωὴ ποὺ ὅσο μᾶλλον προχωρεῖ, τόσο πιὸ κοντὰ στὸ θάνατο ἐγγίζει, ἀπατηλὴ ζωή, ζωὴ σκιώδης, ὅλη γεμάτη θανατερές παγίδες. Νά, τώρα χαίρω καὶ στὴ στιγμή, βουτιέμαι στὴν ἀνία, ἐκεῖ ποὺ εἶμαι σὲ ἀκμή, ἐκεῖ ἀρρωσταίνω. Τώρα, νά, ποὺ ζω, τώρα δὰ καὶ πεθαίνω. Ἐκεῖ ποὺ νομίζω πὼς εὐδαιμονῶ, παρευθύς νοιώθω σὰν κακορίζικος. Τώρα γελῶ, σὲ λίγο κλαίω. Καὶ ἔτσι ὅλα μου ρέπουν πρὸς τὴ μεταβολή, ὥστε κατὰ τὴν ἴδια ώρα μόλις ποὺ μένει ἁμετάβλητο κάτι ἀπ᾿ ὅλ᾽ αὐτὰ. ᾿Απ᾿ ἐδῶ φόβος καὶ ἀπὸ κεῖ τρόμος. Ἀπὸ δὲ πεῖνα κι ἀπὸ κεῖ δίψα. ᾿Ἀπὸ δὲ ζέστη ἀφόρητη, ἀπὸ κεῖ ρίγος. Ἐδῶ ἀτονία κι ἐκεῖ πόνοι παραπανιστοί. Καὶ σ᾿ ὅλ᾿ αὐτὰ ἀκολουθεῖ στενὰ καὶ φορτικά ὁ θάνατος ποὺ τοὺς ἐλεεινοὺς ἀνθρώπους, μέρα μὲ τὴν ἡμέρα, μὲ μύριους τρόπους, στὰ καλὰ καθούμενα ἀρπάζει. Γιατὶ ἄλλον τὸν σκοτώνει μὲ πυρετούς, κι ἄλλον μὲ πόνους τὸν καταπιέζει. Αὐτὸν τὸν ἐξαντλεῖ μὲ πεῖνα τὸν ἄλλο τὸν σβύνει μὲ τὴ δίψα. Αὐτὸν τὸν πνίγει μέσα στὰ νερά, κι αὐτὸν τὸν χάνει μὲ ἀγχόνη. Ἐκεῖνον μέσα σὲ φλόγες τόνε λιώνει, κι ἄλλον τὸν κάνει ἄγριο σπάραγμα, στὰ δόντια τῶν θηρίων. Αὐτὸν τὸν κατασφάζει μὲ σιδερικό, κεῖνον μὲ δηλητήριο φαρμακερό τὸν καταστρέφει, ἄλλον μὲ κάποιον τρόμο ξαφνικό, ἐνῶ τὸν ἄλλον μέσα σὲ ταλαιπωρίες, τὸ βίο του νὰ τελειώσει τὸν καταναγκάζει. Καὶ πρόσθετα σε ὅλ᾽ αὐτὰ ἔρχεται ἀπανωτὴ μιὰ ἀθλιότητα ὅλο δεινά, διότι τίποτε δὲν εἶναι ἀπὸ τὸ θάνατο βεβαιότερο. Κι ὅμως ὁ ἄνθρωπος ὅλο καὶ ἀγνοεῖ τὸ τέλος του. Ἐνῶ νομίζει πὼς καλὰ στέκει, ἀφαρπάζεται. Καὶ φεύγει μακρυὰ ἡ ἐλπίδα του ματαιωμένη. Γιατὶ δὲν ξέρει ὁ ἄνθρωπος πότε καὶ ποῦ καὶ πῶς θὰ ἀποθάνη, καίτοι ξέρει, ὅτι πάντως τοῦ μέλλεται νὰ πεθάνη. Ἰδοὺ Κύριε, πόση εἶναι τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἀθλιότης, μέσ' στὴν ὁποία περνῶ τὶς ώρες μου καὶ δὲν πτοοῦμαι. Πόση ἡ ταλαιπωρία μου, ἀπ᾿ τὴν ὁποία πάσχω, κι οὔτε ἀλγῶ, οὔτε σ᾽ ἐσένα ἀνακράζω. Θὰ κράξω ὅμως Κύριε προτοῦ παρέλθω. Μὰ κι ἂν τυχὸν δὲν παρέλθω, ἀλλὰ ἐξακολουθῶ νὰ μένω ἀναμένοντάς σε, θὰ εἰπῶ, θὰ τὴν εἰπῶ τὴν κακοδαιμονία μου. Θὰ τὴ διακηρύξω, καὶ δὲν θὰ ντραπώ, ἐνώπιόν σου τὴν ἀσθένειά μου. Βοήθησέ με, σὺ δύναμί μου, μὲ τὴν ὁποία ὅλο καὶ ἀνακουφίζομαι. Συναρμόσου μὲ μένα ἰσχὺς μου ἐσύ, μὲ τὴν ὁποία ὑποβαστάζομαι ψηλά. Ἔλα τὸ φῶς ἐσὺ μὲ τὸ ὁποῖον βλέπω. Δόξα, μέσ' στὴν ὁποία κατευφραίνομαι, ἐμφανίσου. Κύριε ὁ Θεός μου φανερώσου μου, ἑσύ, ἡ ζωή μου, μέσ' στὴν ὁποία καὶ θὰ ζήσω. Ετοίμασε για το Πελασγό Κορυτσάς B.T
|
MBI MIZERJEN DHE DOBËSINË E NJERIUT
Shën Augustini
Mjerë unë, i mjerë dhe i shumëvuajtur! Çfarë më tepër të numëroj? Mjerë unë! Ç’të them, pra, o Krijues? Po, ato duar –
Tani, ty, poezinë tënde unë vajtoj me psherëtimë: Ki mëshirë për mua, o Zot!
Çfarë është vallë njeriu që të guxojë të flasë – ashtu siç është – me Perëndinë, Krijuesin e vet? Ki mëshirë për mua, o Zot, që të flas me kaq afrimitet! Ti je Mjeku, Ti je Drita, Ti je Jeta! Por kush jam unë që të drejtohem Ty? Jam njeri – i mjeri unë – njeri i lindur prej gruaje, Çfarë jam sërish unë? Mjerë për mua, i mjeri! I mjerueshëm, i vdekshëm, Si lulja që çel mbi bimë – dhe në një çast vyshket, Jeta ime, pohoj, është jetë e brishtë, Ja, tani gëzohem – dhe menjëherë bie në mërzi, Dhe kështu, gjithçka tek unë shkon drejt ndryshimit, Dhe mbi të gjitha këto vjen rëndë dhe pa mëshirë vdekja
– Dhe mbi të gjitha këto shtohet një mjerim i pafund plot vuajtje, Ja, o Zot, sa e madhe është mjerimi i njeriut, Por do të thërras, o Zot, para se të iki. Ndihmomë, Ti, fuqia ime, Eja Ti, drita me të cilën shoh! Përktheu përgatiti: B. T
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου