
Πυγμαλίων και Γαλάτεια
Όταν είμαστε μόνοι μας και χρειαζόμαστε να αγαπήσουμε κάποιον και να αγαπηθούμε από κάποιον, η ερωτική μας φαντασία μπορεί να κατα-σκευάσει ένα είδωλο του τύπου του προσώπου που ελπίζουμε να βρούμε, κάποιον που θα ανταποκρίνεται τέλεια στις ανάγκες μας, κάποιον που θα μας ικανοποιεί όσο κανείς άλλος. Βέβαια, η αληθινή ζωή δεν θα μας προσφέρει ποτέ αυτήν την τελειότητα· πώς θα μπορούσε εξ άλλου αφού και εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε τέλειοι; Αλλά εάν η καντίνα είναι στεγνή, ο διψασμένος ταξι διώτης της ερήμου θα επιθυμήσει μια όαση πίσω από τον επόμενο αμμόλοφο μέχρι αύτη η ίδια η λαχτάρα να κάνει το νερό χειροπιαστό. Αυτό συνέβη για κάποιον που ονομάζονταν Πυγμαλίων, ο οποίος ζούσε στην νήσο Κύπρο. Η Κύπρος ήταν το πρώτο νησί που επεσκέφθητε η Αφροδίτη μετά την γέννησή της μέσα στην θάλασσα, και έτσι το νησί είχε ιστορικούς δεσμούς με τα ερωτικά. Σύμφωνα με μια παράδοση, ο Πυγμαλίων ήταν ο βασιλιάς του νησιού, και σύμφωνα με μια άλλη, γλύπτης. Γλύπτης ή βασιλιάς, ο Πυγμαλίων δεν βρήκε το είδος της γυναίκας στην όποια θα μπορούσε να δώσει την καρδιά του. Μια άλλη παράδοση του νησιού ήταν η πορνεία και, απηυδισμένος από την ελευθεριότητα των γυναικών της Κύπρου, ο Πυγμαλίων αποφάσισε να ζήσει μόνος του. Παρ' όλα αυτά, μέσα στην μοναξιά του, συνέχισε να διψά, όπως ο ναυαγός ναύτης ο οποίος δεν μπορεί να πιει από το αλμυρό νερό πού τον περιτριγυρίζει. Ένα απόγευμα, καθώς ο Πυγμαλίων δούλευε σκαλίζοντας ένα νέο άγαλμα, ένιωσε τα χέρια του να κινούνται με ακατανόητο πάθος. Σκαλίζοντας κάθε κομμάτι του αλάβαστρου με ασυνήθιστη ένταση, προσέθετε τα κομμάτια, το ένα μετά το άλλο, στο ξύλινο καλούπι. Έτσι άρχισε, σιγά, ένα ολόσωμο ομοίωμα μιας γυναίκας να σχηματίζεται στα χέρια του, ένα ομοίωμα απίστευτης ομορφιάς με απαλό δέρμα και ένα λεπτό χαμόγελο στα χείλη. Προσέθεσε στα χείλη ένα λεπτό ροζ χρώμα και κρέμα στα βαθουλωμένα μάτια. Καθώς έκαμνε αυτό, εκείνη τον κοίταξε - ή έτσι του φάνηκε του ίδιου - με πολλή αγάπη και ευγνωμοσύνη. Εκείνος τρόμαξε και οπισθοχώρησε για λίγο, θαυμάζοντας, όχι τόσο την δουλειά του, γιατί εκείνη δεν έμοιαζε σαν κάτι που δημιούργησε ο ίδιος, άλλα κάποιος τον οποίο έφερε ο ίδιος στην ζωή, ένα σύνολο που προκαλούσε περισσότερο από όλα τα επί μέρους κομμάτια του, ένα τέλειο και πανέμορφο θηλυκό που αντιπροσώπευε κάθε επιθυμία και προσδοκία του. Ο Πυγμαλίων πήγε να πάρει λίγο κρασί για να πιει και επέστρεψε στο άγαλμα. Εκείνο φάνηκε να τον περιμένει και εκείνος σχεδόν ζήτησε συγνώμη για την ολιγόλεπτη απουσία του. Το βράδυ καθώς ξάπλωσε στο κρεβάτι μόνος του, σκέπτονταν το αλαβάστρινο πρόσωπο που άγγιξαν τα χέρια του. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σηκώθηκε λοιπόν και πήγε στο εργαστήριο του. Εκείνη στέκονταν εκεί, και το χλωμό φως του φεγγαριού αντανακλούσε πάνω στο γυμνό της δέρμα. Κάθισε δίπλα της και την κοίταξε στο πρόσωπο. «Και να ήσουν αληθινή», σκέφτηκε. Το επόμενο πρωί ξύπνησε στο πάτωμα του εργαστηρίου του, όπου αποκοιμήθηκε. Στο λαμπρό φως του ήλιου, το άγαλμα που σκάλισε, τώρα φαινόταν ένα απλό άγαλμα και τίποτε παραπάνω· όμορφο στην επιφάνεια αλλά χωρίς ψυχή. Εκείνο το βράδυ ξάπλωσε και πάλι μόνος του. Έξω από το παράθυρό του μπορούσε να ακούσει τα γέλια ενός ζευγαριού που περνούσε στον δρόμο. Παρακολούθησε τις φωνές τους μέχρις ότου χάθηκαν στο τέλος του δρόμου και οι φωνές τους έσβησαν απαλά. Όπως ήταν ξαπλωμένος θυμήθηκε τα λόγια ενός ποιήματος που έγραψε μια άλλη εταίρα του νησιού, η Σαπφώ: Έδυσε το φεγγάρι και οι Πλειάδες, σχεδόν πέρασε η νύχτα, ο χρόνος περνά, κι' εγώ είμαι ξαπλωμένος μόνος μου. Αλλά για τον Πυγμαλίωνα, το φεγγάρι δεν είχε δύσει ακόμα. Σηκώ-θηκε και πήγε πάλι στο εργαστήριο του. Εκείνη ήταν ακόμη εκεί, λάμποντας στο φως του φεγγαριού, φεγγοβολώντας ήρεμα και αγνά. Τότε ο Πυγμαλίων έκανε κάτι εξαιρετικό, κάτι που αποκάλυψε το μέγεθος της προσδοκίας του και την απελπισία του. Απαλά, σήκωσε το άγαλμα και το πήγε στο κρεβάτι του, βάζοντας το κεφάλι της στο μαξιλάρι δίπλα στο δικό του. Ύστερα έβαλε τα χέρια του στο στήθος της και χάιδεψε τα στήθια που σμίλεψε ο ίδιος στο αλάβαστρο, έσκυψε και φίλησε το αλαβάστρινο μάγουλό της και είπε για πρώτη φορά το όνομά της, «Γαλάτεια» που σήμαινε «άσπρη σαν το γάλα». Και καθώς εκείνη έλαμπε στο φως του φεγγαριού, συνέχισε να της μιλά και να της λέει πόσο την αγαπούσε και πόσο την περίμενε να έλθει στην ζωή του Το πρωί ξαναέβαλε το άγαλμα στο βάθρο του, αφού το κάλυψε με . ένα διάφανο πέπλο που αγόρασε την προηγούμενη μέρα στην αγορά. Επίσης έβαλε μπροστά του και ένα προπέτασμα για να μην μπορεί κανείς να δει το αριστούργημα που έφτιαξε. Το βράδυ την ξαναέφερε στο κρεβάτι του, την ξέντυσε και την αγκάλιασε μέχρι που κοιμήθηκε. Την επόμενη μέρα ήταν η γιορτή της Αφροδίτης, η πιο χαρούμενη γιορτή του νησιού. Ο Πυγμαλίων πήγε στον Ναό της θέας και την παρακάλεσε από τα βάθη της καρδίας του : «Δώσε ζωή στην γυναίκα που αγαπώ, και κάνε την να με αγαπήσει όσο την αγαπώ κι' εγώ». Ήξερε, βέβαια, ότι η προσευχή του ήταν αδύνατο να πραγματοποιηθεί. Θα ήταν καλύτερα να προσευχηθεί στον Ασκληπιό, τον θεό της ίασης, να θεραπεύσει την τρέλα του και να δώσει ένα τέλος στις παραισθήσεις του, αλλά ακριβώς αύτη η τρέλα και αυτές οι παραισθήσεις γέμισαν το μυαλό του όπως τίποτε άλλο στο παρελθόν και γι' αυτό δεν μπορούσε να πει αυτήν την προσευχή. Το βράδυ ο Πυγμαλίων έκανε ότι είχε πια γίνει μια τελετή, πήρε την Γαλάτεια στο κρεβάτι του καί ξάπλωσε δίπλα της. Αλλά αυτό το βράδυ, όπως την αγκάλιασε, ένοιωσε το αλαβάστρινο στήθος της τρυφερό και ζεστό και σηκώνονταν και έπεφτε σαν - ναι - σαν το άγαλμα να ανέπνεε. Τα μάτια του, που μέχρι τώρα παρέμεναν ανοικτά, ανοιγόκλειναν, και δάκρυα κυλούσαν από αυτά. «Γαλάτεια», φώναξε κατάπληκτος, «Γαλάτεια». Το όνομά της ήταν το μόνο που μπορούσε να πει καθώς εκείνη γύρισε προς το μέρος του και τον φίλησε, και είπε το όνομά του, σαν να τον ήξερε από την ημέρα που γεννήθηκε, πράγμα που ήταν και η αλήθεια. Η Αφροδίτη, για την όποια όλα ήταν δυνατά, απάντησε στην προσευχή του Πυγμαλίωνα, αναγνωρίζοντας την επιθυμία του. Μερικοί λένε ότι η Ιστορία του Πυγμαλίωνα και της Γαλάτειας περιγράφει την ανθρώπινη φύση μας. Το να είσαι άνθρωπος, λένε, σημαίνει ότι είσαι ατελής. Οι ζωές μας, λένε, βρίσκονται σε μια αδιάκοπη αναζήτηση, για να ολοκληρωθούν, πράγμα που γίνεται όταν ενωνόμαστε με κάποιον άλλον ο οποίος ανταποκρίνεται στην πρόσκλησή μας για να ολοκληρωθούμε. Έχουμε δημιουργηθεί αρσενικοί και θηλυκές από τους θεούς, αλλά σαν άτομα υποφέρουμε σαν κομμάτια που ψάχνουμε να βρούμε το άλλο μισό μας, ο ένας τον άλλον. Το σύμπαν, δίδαξε ο Πυθαγόρας, συνίσταται από τέτοια αντίθετα, τέτοια ακραία πράγματα όπως: Μέρα και νύχτα, φως και σκοτάδι, μονά και ζυγά, γυναίκα και άνδρα. Μόνο στην μυστική ένωση αυτών των αντιθέτων, μπορεί να γίνει κατανοητός ο κόσμος. Άλλοι λένε ότι αυτός ο μύθος δεν αναφέρεται στην έλξη που νοιώθ θουμε ο ένας για τον άλλον, αλλά στην προσδοκία μας για την ομορφιά και την τελειοποίησή της, μια εσωτερική ανάγκη την οποία οι καλλιτέχνες, όπως ο Πυγμαλίων, γνωρίζουν εσωτερικά. Αναπόφευκτα, είναι μια τελειότητα απρόσιτη για όλους μας. Ακόμη και η Γαλάτεια, από την στιγμή που ζωντά νεψε, άρχισε να γερνά. Ακριβώς εκείνη την στιγμή άρχισε η παρακμή της ομορφιάς της, επειδή όλα τα ζωντανά όντα υπόκεινται στην φθορά καθώς ταξιδεύουν από το ένα άκρο, την γέννησή τους, στο άλλο άκρο, τον θάνατό τους. Ο Πυγμαλίων διαπίστωνε αυτήν την αλήθεια κάθε μέρα καθώς έβλεπε το πρόσωπο της Γαλάτειας και αναλογιζόταν το κάποτε - αλαβάστρινο σώμα της. Αλλά αύτη η φθορά είναι μέρος της ζωής. Μόνο εκείνος που αρκείται σε ένα άψυχο έργο τέχνης θα αρνηθεί μια πραγματική γυναίκα· αλλά εκείνος που θα δεχθεί μια αληθινή γυναίκα δεν θα αποκτήσει ποτέ την ιδανική (γυναίκα). Ένα τέτοιο ιδανικό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσα από την τέχνη. Είναι το πολύτιμο λεπτό που συλλαμβάνεται σε ένα πλαίσιο μιας ταινίας, αλλά αν αφήσουμε την ταινία να προχωρήσει το ένα λεπτό διαδέχεται το άλλο. Όπως η άμμος, το φως του φεγγαριού γλιστρά μέσα από τα δάχτυλα μας. Είναι μια τέτοια αγωνιώδης τελειότητα εκείνη για την οποία έγραψε ο Άγγλος ποιητής John Keats στην «Ωδή για μια Ελληνική τεφροδόχο» -αγωνιώδης επειδή μας βασανίζει με μια ολοκληρωμένη και σταθερή ομορφιά που ποτέ δεν μπορούμε να αποκτήσουμε στην ζωή. «Γενναίε εραστή, ποτέ, μα ποτέ δεν μπορείς να την φιλήσεις, αν και είσαι νικητής κοντά στο τέρμα - αλλά μην λυπάσαι· Εκείνη δεν μπορεί να χαθεί, ακόμη κι' αν εσύ δεν έχεις την ευτυχία σου, Εσύ θα την αγαπάς για πάντα, και εκείνη θα είναι ωραία.» Τέτοια τελειότητα, που δεν σε λιγώνει ποτέ, ανήκει μόνο στην τέχνη, όχι στην πραγματική ζωή. Αλλά, όπως σημείωσε ο Keats, αύτη η τελειότητα μας δείχνει τον σκοπό τον όποιο πρέπει να φιλοδοξούμε, εκείνες τις φευγα λέες στιγμές οι οποίες δίνουν αξία στην υπόλοιπη ζωή. Η αναζήτηση της τελειότητας μπορεί να μας προκαλέσει έντονο πόνο, τον πόνο που ένοιωσε ο Πυγμαλίων. Εάν μετριάσουμε τις επιθυμίες μας και τις προσδοκίες μας, μπορεί να γλυτώσουμε τον εαυτό μας από περιττά βάσανα. Βασανιζόμενοι από ένα όραμα της τέλειας ομορφιάς και αγωνιούντες από την διαπίστωση του πρόσκαιρου της, οι καλλιτέχνες της αρχαίας Ελλάδας προσπαθούσαν να αποθανατίσουν αυτήν την ομορφιά χρησιμοποιώντας τα υλικά που είχαν στην διάθεσή τους. Μια και δεν είχαν την βιντεοκάμερα, χρησιμοποίησαν το πινέλο του ζωγράφου και την σμίλη του γλύπτη. Στα αγγεία τους και στα γλυπτά τους, επιβιώνει το κλασικό όραμά τους για την ομορφιά. Όταν καταλάβουμε και δεχτούμε ότι η ζωή είναι στιγμές που περ νούν, ότι δεν μπορούμε να την αποκτήσουμε και να την οικειοποιηθούμε, τότε καταλαβαίνουμε πόσο πολύτιμη είναι η ζωή. Στο τέλος, το άγαλμα της Γαλάτειας, όσο τέλειο κι' αν ήταν, θα σταματούσε να ικανοποιεί τον Πυγμα λίωνα. Η σιωπή της θα σταματούσε να αποκρίνεται στις ανάγκες του. Ι Μόνο η ζωντανή φωνή της και οι σκέψεις της θα ικανοποιούσαν την δίψα του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι ο τελειομανής Πυγμαλίων θα ήταν πάντα ευχαριστημένος με ότι θα έλεγε η Γαλάτεια. Δίνοντας ζωή στο άγαλμα, η Αφροδίτη της έδωσε και ελευθερία και ανεξαρτησία. Η ελευθερία της και η ανεξαρτησία της ήταν ένα τίμημα που ο Πυγμαλίων θα έπρεπε να πληρώσει. Είναι το ίδιο μάθημα πού έπρεπε να μάθει ο καθηγητής Henry Higgins στο έργο του George Bernard Shaw «Πυγμαλίων», το οποίο ενέπνευσε το κατοπινό Μιούζικαλ του Μπρόντουέϊ «My Fair Lady». Από το βιβλίο:Οι 8 Πυλώνες της Ελληνικής Σοφία Συγγραφέας: Stephen Bertman, Ph.D. Αθήνα 2016 σελ 65-70, ετοίμασε ο B.T
|
Pygmalioni (Pigmalion) dhe Galatea
Kështu ndodhi me një njeri të quajtur Pygmalion, që jetonte në ishullin e Qipros. Qiproja ishte ishulli i parë që vizitoi Afërdita pas lindjes së saj nga deti, ndaj kishte lidhje të vjetra me dashurinë dhe erotizmin. Sipas një tradite, Pygmalioni ishte mbreti i ishullit; sipas një tjetër, ai ishte skulptor. Qoftë mbret apo skulptor, Pygmalioni nuk kishte gjetur asnjë grua të cilës mund t’i dhuronte zemrën. Një tjetër zakon i ishullit ishte prostitucioni, dhe i neveritur nga jeta e shthurur e grave të Qipros, ai vendosi të jetojë vetëm. Megjithatë, në vetminë e tij, vazhdonte të kishte etje për dashuri, siç ka etje marinari i mbytur në det që nuk mund të pijë nga uji i kripur që e rrethon. Një pasdite, teksa Pygmalioni punonte duke skalitur një statujë të re, ndjeu duart
e tij të
lëviznin me një pasion të pakuptueshëm. Skaliste çdo pjesë
të alabastrit me intensitet të pazakontë, duke i
shtuar një nga një pjesët mbi
kallëpin prej druri.
Pak nga pak,
një figurë e plotë gruaje filloi të merrte formë në duart e
tij — një figurë me bukuri të pabesueshme, me lëkurë të butë dhe një buzëqeshje të lehtë në buzë. Ai i
shtoi buzëve një nuancë të butë rozë dhe vendosi
krem rreth syve
të fundosur. Teksa bënte këtë, ajo e
shikoi — ose kështu i
dukej atij — me shumë dashuri dhe mirënjohje. Ai u frikësua dhe u
tërhoq paksa, duke e
soditur, jo aq për mjeshtërinë e tij,
sepse ajo nuk i
ngjante një vepre që kishte krijuar vetë, por një qenieje që kishte sjellë në jetë. Ajo ishte
më shumë se shuma e
pjesëve të saj — një grua e
përsosur dhe e mrekullueshme,
mishërim i çdo dëshire dhe shprese të tij.
Në mbrëmje, teksa shtrihej vetëm në shtrat, mendonte fytyrën prej alabastrit që kishin prekur duart e tij. Nuk mundi të flinte. U ngrit pra dhe shkoi në punishten e tij. Ajo qëndronte ende aty, dhe drita e zbehtë e hënës pasqyrohej mbi lëkurën e saj të zhveshur. U ul pranë saj dhe e shikoi në fytyrë. «Ah, sikur të ishe e vërtetë», mendoi. Të nesërmen në mëngjes u zgjua mbi dyshemenë e punishtes së tij, ku kishte fjetur. Në dritën e ndritshme të diellit, statuja që kishte skalitur tani dukej thjesht si një statujë dhe asgjë më shumë; e bukur në pamje, por pa shpirt. Atë mbrëmje shtrihet sërish vetëm. Jashtë dritares së tij mund të dëgjonte të qeshurat e një çifti që kalonte në rrugë. Ndiqte zërat e tyre derisa u zhdukën në fund të rrugës dhe tingulli i tyre u fashit ngadalë. Teksa rrinte shtrirë, iu kujtuan vargjet e një poezie që kishte shkruar një tjetër hetairë e ishullit, Sapfó: «Ka perënduar hëna dhe Pleiadët, Por për Pygmalionin, hëna nuk kishte perënduar ende. U ngrit dhe shkoi përsëri në punishten e tij. Ajo ishte ende aty, duke ndriçuar në dritën e hënës, duke shndritur butë dhe pastër. Atëherë Pygmalioni bëri diçka të jashtëzakonshme, diçka që tregonte madhësinë e pritshmërisë dhe dëshpërimit të tij. Me butësi ngriti statujën dhe e çoi në shtratin e tij, duke vendosur kokën e saj mbi jastëkun përkrah të vetit. Pastaj vendosi duart mbi gjoksin e saj dhe përkëdheli gjinjtë që vetë kishte skalitur në alabastër, u përkul dhe puthi faqen e saj prej alabastrit dhe përmendi për herë të parë emrin e saj: «Galatea», që do të thotë «e bardhë si qumështi». Dhe ndërsa ajo ndriçonte në dritën e hënës, ai
vazhdonte t’i fliste dhe t’i tregonte sa shumë e donte dhe sa shumë e kishte
pritur të hynte në jetën e tij. Të nesërmen ishte festa e Afërditës, festa më e
gëzueshme e ishullit. Pygmalioni shkoi në Tempullin e perëndeshës dhe iu lut
nga thellësia e zemrës së tij: Në mbrëmje, Pygmalioni bëri atë që tashmë ishte kthyer
në një ceremoni: mori Galaten në shtratin e tij dhe u shtri pranë saj. Por
atë natë, kur e përqafoi, ndjeu që gjoksi i saj prej alabastrit ishte i butë
dhe i ngrohtë dhe ngrihej e ulej – po – si të ishte duke marrë frymë. Sytë e
tij, që deri atëherë kishin mbetur të hapur, filluan të hapeshin e
mbylleshin, dhe lot rrodhën prej tyre. Emri i saj ishte i vetmi fjalë që mundi të shqiptonte, ndërsa ajo u kthye nga ai dhe e puthi dhe shqiptoi emrin e tij, si të kishte ditur për të që nga dita e lindjes së tij – gjë që ishte e vërtetë. Afërdita, për të cilën çdo gjë është e mundur, iu përgjigj lutjes së Pygmalionit, duke njohur dëshirën e tij. Disa thonë se historia e Pygmalionit dhe Galates përshkruan natyrën njerëzore. Të jesh njeri, thonë ata, do të thotë të jesh i papërsosur. Jetët tona, thonë, janë një kërkim i vazhdueshëm për t’u plotësuar, gjë që ndodh kur bashkohemi me dikë tjetër që i përgjigjet thirrjes sonë për përmbushje. Ne jemi krijuar mashkull e femër nga hyjnitë, por si individë vuajmë si pjesë të ndara që kërkojmë gjysmën tjetër – njëri-tjetrin.
Universi, mësonte Pitagora, përbëhet nga të kundërta të tilla, gjëra të skajshme si: dita dhe nata, drita dhe errësira, tekët dhe çiftët, gruaja dhe burri. Vetëm në bashkimin e fshehtë të këtyre të kundërtave mund të kuptohet bota. Të tjerë thonë se ky mit nuk i referohet tërheqjes që
ndjejmë për njëri-tjetrin, por pritshmërisë sonë për bukurinë dhe përkryerjen
e saj — një nevojë e brendshme që artistët, si Pygmalioni, e njohin thellë në
vetvete. Është, në mënyrë të pashmangshme, një përkryerje e paarritshme për
të gjithë ne. Edhe Galatea, nga momenti që mori jetë, filloi të plaket.
Pikërisht atë çast nisi rënia e bukurisë së saj, sepse çdo qenie e gjallë
është e nënshtrohet kalbëzimit, ndërsa udhëton nga njëri skaj, lindja, në tjetrin,
vdekja. Një e tillë përkryerje mund të arrihet vetëm nëpërmjet artit. Është ai çast i çmuar, i imët, që kapet në një kornizë filmi, por nëse lëmë filmin të rrjedhë, një minutë pason tjetrën. Si rëra, si drita e hënës, rrëshqet mes gishtave tanë. Një përsosmëri e tillë, që nuk të lodh kurrë, është ajo për të cilën shkroi poeti anglez John Keats në “Odë për një urnë greke” – e dhimbshme, sepse na torturon me një bukuri të plotë dhe të pandryshueshme që nuk mund ta kemi kurrë në jetë. “Dashnor i guximshëm, kurrë, po kurrë nuk mund ta
puthësh, Një përsosmëri e tillë, që nuk lodh, i përket vetëm artit, jo jetës reale. Por, siç vuri re Keats, kjo përkryerje na tregon qëllimin për të cilin duhet të aspirojmë — ato çaste të pakapshme që u japin vlerë të gjitha çasteve të tjera të jetës. Kërkimi i së përkryerës, së përsosurës mund të na shkaktojë dhembje të madhe — dhimbjen që ndjeu Pygmalioni. Nëse zbusim dëshirat dhe pritshmëritë tona, mund të shpëtojmë veten nga vuajtje të panevojshme. Të munduar nga një vizion i bukurisë së përsosur dhe të dëshpëruar nga vetëdija për përkohësinë e saj, artistët e Greqisë së lashtë përpiqeshin ta bënin të pavdekshme këtë bukuri, duke përdorur mjetet që kishin në dorë. Meqë nuk kishin kamera, përdorën penelin e piktorit dhe daltën e skulptorit. Në vazot dhe skulpturat e tyre, mbijeton vizioni klasik i bukurisë. Kur ta kuptojmë dhe pranojmë se jeta është çaste që kalojnë, se nuk mund ta zotërojmë apo ta bëjmë tonën, atëherë kuptojmë sa e çmuar është jeta. Në fund, statuja e Galates, sado e përsosur të ishte, do të pushonte së kënaquri Pygmalionin. Heshtja e saj nuk do t’i përgjigjej më nevojave të tij. Vetëm zëri i saj i gjallë dhe mendimet e saj do të shuanin etjen e tij. Kjo, natyrisht, nuk do të thoshte se perfeksionisti Pygmalion do të ishte gjithmonë i kënaqur me gjithçka që do të thoshte Galatea. Duke i dhënë jetë statujës, Afërdita i dha edhe liri dhe pavarësi. Liria dhe pavarësia e saj ishte një çmim që Pygmalioni do të duhej të paguante. Ky është i njëjti mësim që duhej të mësonte profesori Henry Higgins në dramën e George Bernard Shaw Pygmalion, e cila më pas frymëzoi filmin muzikal e famshëm të Broadway My Fair Lady.
Nga libri: Οι 8 Πυλώνες της Ελληνικής Σοφία Συγγραφέας: Stephen Bertman, Ph.D. Αθήνα 2016 fq 65-70, përgatiti, përktheu B.T |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου